Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/168

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
164ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΟΥ

τῆς παιζομένης παρ’ ἡμῶν κωμῳδίας ἡ ὄψις τῆς πλατείας. Κατὰ τὴν ἀρχὴν τῆς παραστάσεως οὐδεὶς γνωρίζει ποῖος ἀπὸ τοὺς παρισταμένους πρόκειται κατὰ τὴν ἑσπέραν ἐκείνην νὰ σατυρισθῇ καὶ ἕκαστος ἀνησυχεῖ, φοβούμενος μὴ ἔπεσεν ὁ κλῆρος ἐπ’ αὐτόν. Τὸ θῦμα ὅμως δὲν βραδύνει νὰ ὑποδειχθῇ τόσον σαφῶς, ὥστε οἱ ἄλλοι, ἡσυχάσαντες διὰ λογαριασμόν των, γελῶσιν εἰς τὴν ῥάχην του μὲ τουρκικὴν ἀσπλαγχνίαν. Τὸ κωμικώτερον ὅλων εἶνε οἱ μάταῖοι ἀγῶνες τοὺς ὁποίους καταβάλλει ὁ σατυριζόμενος νὰ ὑποκριθῇ ὅτι δὲν ἐννοεῖ ὅτι πρόκειται περὶ αὐτοῦ καὶ νὰ γελάσῃ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους. Ὑποθέτω ὅμως ὅτι ὁ γέλως του ἐκεῖνος πολὺ ὁμοίαζει μὲ τὸ μειδίαμα τῶν προγόνων σας Σπαρτιατῶν, ὅταν ἐσπάρασσε τὰς σάρκας των ἡ ἐντὸς τοῦ χιτῶνος των αλεπού.»

Κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ ἀνωτέρω διαλόγου, συνέβαινε νὰ θεωμῆται ἡ κατάστασις τῶν Ἀνατολικῶν πραγμάτων ἱκανῶς κρίσιμος ὡς ἐκ τῶν ἀπειλῶν τῆς Ῥωσσίας καὶ τῆς ἐντάσεως τῶν ἑλληνοτουρκικών σχέσεων. Τοῦτο μὲ ἔκαμε νὰ ἐρωτήσω τὸν ἀνακτορικὸν ἠθοποιὸν ἂν ἐξακολυθῇ ὁ σουλτᾶνος νὰ ἔχῃ ὄρεξιν διασκεδάσεως, ἐνῷ ἐσείετο τὸ κράτος του.

«Τοὺς Ῥώσσους», μοῦ ἀπήντησεν, «θὰ τοὺς ἐμποδίσῃ ἡ Εὐρώπη νὰ μᾶς φάγουν, τοὺς δὲ Ἕλληνας οὐδὲ κἂν τοὺς συλλογίζεται ὁ σουλτᾶνος.»

«Καὶ διατί, παρακαλῶ;»

«Διότι κανεὶς δὲν φοβεῖται τοὺς σκύλλους οἱ ὁποῖοι αἰωνίως γαυγίζουν χωρὶς ποτὲ νὰ δαγκάσουν.»

Ἂν καὶ ἦτο κάπως δύσκολον νὰ εὕρω ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶχεν ἄδικον, ἡ πατριωτικὴ ἐν τούτοις φιλοτιμία μου μοῦ ἐπέβαλε νὰ τοῦ ἀπαντήσω:

«Ἔχεις δίκαιον νὰ ὁμιλῆς οὕτω, ἀφοῦ σὲ δίδουν οἱ Τοῦρκοι τὸ πενταπλάσιον τῶν ὅσα ἐκέρδιζες εἰς τὰς Ἀθήνας.»