«Ὁ σουλτᾶνος γράψει γαλλικὰς κωμῳδίας!» ἀνέκραξα μετά εὐλόγου ἀπορίας.
«Δὲν εἶπα ὅτι τὰς γράφει. Ἀκούσατε, παρακαλῶ. Ἡ Αὐτοῦ Μεγαλειότης εὐδοκεῖ ἐνίοτε νὰ μᾶς κράζῃ εἰς τὰ ἀνάκτορα ὀλίγον πρὸ τῆς ὥρας τοῦ δείπνου καὶ νὰ μᾶς ἐκθέσῃ εἴτε διὰ δραγουμάνου καὶ εἴτε καὶ ὁ ἴδιος, ὅπως ἡμπορεῖ, τὴν ὑπόθεσιν καὶ τὰς κυριωτέρας τῆς κωμῳδίας του σκηνάς, διανέμων εἰς ἕκαστον τὸ μέρος του καὶ ἐξηγῶν μὲ πολλὰς χειρονομίας πῶς ἐκεῖ νὰ παρασταθῇ. Ἔπειτα πηγαίνει νὰ δειπνήσῃ, ἐνῷ ἡμεῖς τρέχομεν νὰ ἑτοιμάσωμεν τὰ φορέματά μας καὶ νὰ συμφωνήσωμεν χονδρικῶς περὶ τοῦ διαλόγου τὸν ὁποῖεν πρέπει ἔπειτα ν’ αὐτοσχεδιάσωμεν ἐπὶ τῆς σκηνῆς. Ἐξ ὅλων τῶν δραματογράφων μόνος ὁ σουλτᾶνος κατορθώνει νὰ παρευρεθῇ εἰς τὴν παράστασιν τῶν ἔργων του μίαν ὥραν ἀφοῦ τὰ συνθέσῃ.»
«Ἡ ἰδέα», ἀπεκρίθην, «δὲν εἶνε ἐντελῶς πρωτότυπος. Τὸ αὐτὸ περίπου κάμνουν εἰς τὰ λαϊκὰ θέατρα οἱ Ἰταλοὶ αὐτοσχεδιασταὶ καὶ ἰδίως οἱ παλιάτσοι. Τοιούτου εἴδους παραστάσεις ὠνειρεύετο ἐπὶ πολλὰ ἔτη ἡ Γεωργία Σάνδη. Ἀλλ’ ἠναγκάσθη νὰ παραιτηθῇ αὐτῶν, μὴ εὑρίσκουσα ἠθοποιοὺς ἱκανοὺς ν’ αὐτοσχεδιάσωσιν ἄλλο τι παρὰ τετριμμένας κοινοτοπίας ἢ πρωτοτύπους ἀνοησίας. Κρίμα ὅτι δὲν ἔτυχε νὰ τᾶς γνωρίσῃ ἐγκαίρως. Ἀλλ’ εἰπέτε μου, παρακαλῶ, ἀξίζουν τίποτε αὐταὶ αἱ σουλτανικαὶ κωμῳδίαι;»
«Τὸ μόνον τὸ ὁποῖον δύναμαι μὲ πλήρη πεποίθησιν νὰ βεβαιώσω εἶνε, ὅτι προξενοῦν πάντοτε μεγάλην ἐντύπωσιν εἰς τὸ ἰδιαίτερον αὐτοῦ αὐλικὸν ἀκροατήριον.»
«Τοῦτο βεβαίως ἀρκεῖ. Πολὺ σπουδαιότερον παρὰ νὰ ἠξεύρῃ τί λέγει εἶνε διὰ τὸν δραματοποιὸν νὰ ἠξεύρῃ πρὸς ποίους ὁμιλεῖ, ἀποφεύγων νὰ προσφέρῃ μαργαρίτας εἰς τοὺς προτιμῶντας τὰ βαλανίδια.»
«Εἰς τοιοῦτον σφάλμα δὲν ὑποπίπτει ποτὲ ἡ αὐτοῦ Μεγαλειότης. Αἱ ὑποθέσεις τῶν κωμῳδιῶν του διακρίνονται πρὸ πάντων διὰ τὴν ἐπιτυχίαν τῆς ἐκλογῆς. Τὴν τελευταίαν φορὰν ποὺ μᾶς ἔκραξε: “Ἐπιθυμῶ”, εἶπε, “νὰ μοῦ παραστήσετε ἕνα αὐλάρχην τίμιον μὲν καὶ ἀφωσιωμένον εἰς τὸν κύριόν του, ἀλλὰ ἀσυλλόγιστον καὶ σαστισμένον. Οὗτος διατάττεται μίαν ἡμέραν αἰφνιδίως νὰ ἑτοιμάσῃ συμπόσιον δι’ ἑκατὸν ἀνθρώπους, καὶ ἀμέσως