Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/164

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
160ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΟΥ
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟΝ ΤΟΥ ΓΙΛΔΙΖ ΚΙΟΣΚ

Οἱ ἀγαπῶντες τὰ γραφικὰ θεάματα καὶ ἔχοντες γρόνθους και ἀγκώνας ἰσχυρούς, ὥστε νὰ εὑρίσκωσι τόπον καὶ ἐκεῖ ὅπου δὲν ὑπάρχει, οὐδαμοῦ, πιστεύομεν, δύνανται κάλλιον νὰ εὐχαριστηθῶσι παρὰ ἐπὶ τοῦ καταστρώματος των μικρῶν ἀτμοπλοίων, τὰ ὁποῖα κατὰ πᾶσαν θερινὴν ἑσπέραν μεταφέρουν τοὺς Κωνσταντινουπολίτας εἰς τὴν Πρίγκηπον, τὸ Νιοχῶρι καὶ τὰ Θεραπιά. Ὅπως εἰς τὸ ποίημα τοῦ Δάντε, ἀντηχοῦσι κ’ ἐκεῖ ὅλαι αἱ γλῶσσαι καὶ λάμπουσιν ὑπὸ τὰς ἀκτῖνας τοῦ δύοντος ἡλίου ὅλα τὰ χρώματα, ὄχι μόνον τοῦ ἐνδύματος, ἀλλὰ καὶ τοῦ δέρματος πάσης καυκασίας, κίτρίνης ἢ αἰθιοπικῆς φυλῆς. Τὸ ῥοδόλευκον τῆς Ἀγγλίδος δεσποίνης παρὰ τὴν ὥχραν τοῦ Ἰνδοῦ αὐτῆς ὑπηρέτου, τὸ χαλκόχρουν τοῦ Πέρσου καὶ ὁ ἔβενος τῆς Ἄραπίνας. Περὶ δὲ τοῦ κυανοῦ τῆς θαλάσσης, τῆς πορφύρας τῆς Δύσεως, τῶν λευκῶν μιναρέδων καὶ τῶν μαύρων κυπαρίσσων δὲν δύναμαι νὰ εἴπω τίποτε, διὰ τὸν λόγον ὅτι τὴν θέαν αὐτῶν μοῦ ἀπέκρυπταν αἱ ῥάχεις, τὰ ὀμπρελάκια, τὰ σαρίκια, οἱ ἀτζέμικοι σκοῦφοι καὶ τὰ ὑψηλὰ καπέλα τῶν συνεπιβατῶν μου. Κάτωθεν ἑνὸς τῶν καπέλων τούτων διέκρινα σπανὸν πρόσωπον, τοῦ ὁποίου δὲν μὲ ἦτο βεβαίως ἄγνωστος ἡ μεγάλη μύτη, ἥτις τὸ ἐχώριζεν εἰς δύο ἴσα μέρη, ὡς ἡ σειρὰ τῶν Απεννίνων τὴν Ἰταλίαν.

Ἐνῷ ἐπροσπάθουν νὰ ἐνθυμηθῶ ποῦ καὶ πότε ἔτυχε καὶ ἄλλοτε νὰ τὴν θαυμάσω, ὁ κάτοχος αὐτῆς, ὁ ἔχων, ὡς φαίνεται, καλλιτέραν τῆς δικῆς μου μνήμην, μὲ ἐχαιρέτισεν ὀνομαστὶ καὶ βλέπων με ακόμη διστάζοντα ἐπρόσθεσε μειδιῶν:

«Δὲν μὲ γνωρίζετε; Εἶμαι ὁ Βόρμ, ὁ πρῶτος κωμικὸς τοῦ θιάσου τοῦ Λαβέρν, εἰς τὸ θέατρον τῶν Ἀθηνῶν. Ἐγὼ ἔπαιζα τὸν Φρίτζ εἰς τὴν Μεγάλην Δούκισσαν καὶ ἔπειτα τὸν Κυανοπώγωνα. Μὲ ἐπροσκαλέσατε μίαν Κυριακὴν μαζὶ μὲ τὰς τρεῖς μου γυναῖκες νὰ φάγωμεν ἕνα ἀρνὶ εἰς τὴν Πεντέλην.»

Ταῦτα μοῦ ἐνθύμιζαν εὐχαρίστως νεανικὰς ἡμέρας.

«Καὶ τί ἀπέγειναν», ἠρώτησα, «αἱ τρεῖς σου γυναῖκες; Ἡ Ἀλαϊζὰ τί κάμνει;»

«Ξετρελαίνει τοὺς Βεδουΐνους εἰς τὸ Αλγέρι.»