ρον ἀνὰ ἓν βλέμμα καὶ ἓν μειδίαμα εἰς ἕκαστον ἀπαιτητήν. Ἡ τοιαύτη διανομὴ ἐξηκολούθησε χωρὶς διαλείμματα καθ’ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς ἑσπερίδος. Μόνον δι’ ἐμὲ δὲν ἐπερίσσευε τίποτε, ἂν καὶ τὴν ἔφεραν δυὸ ἢ τρεῖς φορὰς πλησίον μου αἱ περιπέτειαι τοῦ χοροῦ. Μὴ ἔχων διάθεσιν νὰ χορεύω καὶ βαρυνόμενος τὰς ὀχληράς μου σκέψεις ἀνεζήτουν κανὲν γνώριμον πρόσωπόν μεταξὺ τοῦ πλήθους, ὅταν διέκρινα κολλημένην εἰς τὸν τοῖχον ὡς ταπεσσαρίαν τὴν κυρίαν Κλεαρέτην Γαλαξίδη, σαραντάραν παρθένον, τῆς ὁποίας μὲ ἤρεσκε πολύ, ὄχι βεβαίως τὸ ὑπερώριμον κάλλος, ἀλλ’ ἡ καλωσύνη της, ἡ εὐπροσηγορία, ἡ ἁπλότης τῶν τρόπων καὶ τῆς ἐνδυμασίας της καὶ ἡ φαινομένη ἔλλειψις πάσης κατακτητικῆς ἀξιώσεως καὶ φιλαρεσκείας. Ἐχόρευε δὲ καὶ ἀρκετὰ καλά, ὁσάκις συνέβαινε νὰ εὕρῃ χορευτήν. Μὲ τὴν γεροντοκόρην ταύτην ἐφερόμην μετὰ πολλῆς οἰκειότητος, ὡς πρὸς καλὸν φίλον μᾶλλον ἢ φιληνάδα, καὶ ἐκείνη δὲ ἐφαίνετο εὐχαριστουμένη νὰ συνομιλῇ μαζί μου, νὰ μὲ δίδῃ συμβουλᾶς ὑγιεινῆς ἢ οἰκιακῆς οἰκονομίας καὶ νὰ μὲ στέλλη ἐνίοτε παξιμάδια μὲ γλυκάνισον, πρὸς ἐκτίμησιν τῆς ἐξόχου αὐτῆς ζυμωτικῆς τέχνης. Εὔλογος μετὰ ταῦτα ἦτο ἡ ἀπορία μου ὅταν, ἀντὶ νὰ μὲ τείνῃ κατὰ τὸ σύνηθες τὴν χεῖρα, ἀπήντησεν εἰς τὸ καλησπέρα μου διὰ βλέμματος παγεροῦ καὶ σχεδὸν ἐχθρικοῦ.
«Δὲν χορεύετε ἀπόψε;» ἠρώτησα αὐτὴν ἀπερισκέπτως, λησμονῶν ὅτι τοῦτο δὲν ἐξηρτᾶτο ἀπὸ μόνην τὴν θέλησίν της.
«Ὄχι, κύριε.»
«Διατί, ἐνῷ εἶσθε ἡ καλυτέρα μας χορεύτρια; Τοῦτο εἶνε παραξενάδα.»
«Ὑπάρχουν ἄλλα πράγματα πολὺ πλέον παράξενα.»
«Δὲν μὲ τὰ λέγετε;»
«Ὑπάρχουν μερικοὶ κύριοι, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ ὁλόκληρα ἔτη βεβαιώνουν μίαν ῾νέαν’ ὅτι δὲν δύνανται ν’ ἀγαπήσουν παρὰ γυναῖκα φρόνιμον, ἥσυχον, σεμνήν, νοικοκυράν, πηγαίνουν ἔπειτα καὶ νυμφεύονται μίαν ἄσωτην, μίαν κοκέταν, μίαν ξεμυαλισμένην, ὅπου ἔκαμεν ἐργολαβίαν μὲ ὅλον τὸν κόσμον καὶ ἐξακολουθεῖ καὶ μετὰ τὸν γάμον της τὰ ἴδια.»
Ἐκ τῶν ἀνωτέρω ἠναγκάσθην νὰ συμπεράνω, ὅτι ἡ κυρία Κλεαρέτη δὲν ἦτο ὅσον ἐφαίνετο καλή, οὐδ’ ὅσον ἐνόμιζα ἀφιλο-