Ἡ παντομίμα ἦτο εἰς τοιοῦτον βαθμὸν ἐκφραστικὴ καὶ ὑπερφυῶς κωμική, ὥστε δύο ἐκ τῶν παρισταμένων φίλων τοῦ ἀσθενοῦς κατελήφθησαν ὑπὸ γέλωτος ἀκρατήτου καὶ σπασμωδικοῦ. Ὁ γέλως οὗτος ἐξερράγη ὡς βόμβα, μετεδόθη ὡς πυρκαϊά, κατέλαβε τοὺς προσελθόντας ὑπηρέτας καὶ ἐπὶ τέλους καὶ αὐτὸν τὸν ἐπιθανάτιον βαρώνον, τόσον ἀκράτητος καὶ σφοδρός, ὥστε ἤρκεσε νὰ προκαλέσῃ τὸν ἐπιδιωκόμενον διὰ τοῦ δραστικοῦ κλονισμὸν καὶ νὰ σώσῃ τὸν ἀσθενή.
Ὁ βαρῶνος ἔζησεν ἀκόμη χάρις εἰς τὸν Θωμᾶν πέντε ἔτη καὶ ἑπόμενον ἦτο νὰ μὴ τὸν λησμονήσῃ εἰς τὴν διαθήκην του. Ἐκληροδότησεν αὐτὸν εἰς τὸν φίλον του Καρπέτην, διευθυντὴν τοῦ Ζῳολογικού Κήπου μετὰ τρισχιλίων φράγκων εἰσοδήματος πρὸς συντήρησιν αὐτοῦ, ἐφ’ ὅσον ἔζη, καὶ περιπλέον διακοσίας χιλιάδας πρὸς πλουτισμὸν τοῦ Κήπου. Ἡ πρὸς τὸν Θωμᾶν στοργὴ καὶ μητρικὴ πρόνοια τοῦ μακαρίτου ἦτο τοιαύτη, ὥστε δὲν ἐξέχασε νὰ σημειώσῃ εἰς τὴν διαθήκην του καὶ μέχρι τίνος βαθμοῦ πρέπει νὰ θερμαίνεται τὴν νύκτα τὸ κατάλυμά του, καὶ τίνα νὰ παρατίθενται εἰς αὐτὸν φαγητά, μὴ λησμονήσας οὐδὲ τὴν σουμάδαν.
Ὅτε πρό τινων ἐτῶν ἠναγκάσθην νὰ διαχειμάσω ἐν Αἰγύπτῳ, ἀφοῦ ἐθαύμασα τὰς πυραμίδας, τὰς καμήλους καὶ τὸν ἀντιβασιλέα, ἀφοῦ ἤκουσα τ’ αὐλοτύμπανα, ἔφαγον βανάνας καὶ ἔπιον τιμαρινθόζωμον, μὴ θέλων νὰ μείνω ἄγευστος οὐδεμιᾶς τῶν Φαραωνικῶν ἀπολαύσεων, ἀπεφάσισα νὰ ῥοφήσω καί τινα δόσιν ἀσιχίου. Τὸ ἔδεσμα τοῦτο γνωρίζουσι πιθανῶς οἱ πλεῖστοι τῶν ἀναγνωστῶν ἐκ τοῦ Κόμητος Μοντεχρήστου τοῦ μακαρίτου Δουμᾶ. Εἶνε δὲ ἐκχύλισμα ἰνδικῆς καννάβεως, ἀηδὲς τὴν ὀσμήν, ἀηδέστερον τὴν γεῦσιν, ἀλλ’ ἔχον τὸ προτέρημα νὰ μεταφέρῃ τοὺς ἀηδιάζοντας τὴν πεζὴν πραγματικότητα τοῦ ἡμετέρου πλανήτου εἰς τὴν χώραν τῶν ὀνείρων. Πλείονα περὶ τοῦ φαρμάκου τούτου κρίνω περιττὸν νὰ παραθέσω, παραπέμπων τοὺς ὀρεγομένους εἰς τὸ σύγγραμ-