τὰ πράγματα ὁ θρίαμβος τῶν κοινοβουλευτικῶν ἐθίμων. Ὅταν τὸ ἑσπέρας μετέβημεν εἰς τὸ Κούστειον μέγαρον, ἔσπευσε πλὴν τοῦ οἰκοδεσπότου νὰ δεξιωθῇ ἡμᾶς καὶ ὁ πίθηκος Θωμᾶς, τείνων κατά μίμησιν τοῦ κυρίου του εἰς ἕκαστον ἡμῶν τὴν χεῖρα. Διὰ τὸ ἐπίσημον τῆς ἡμέρας εἶχεν ἐνδυθῇ τὴν στολὴν τοῦ ἀξιώματός του, φράκον ἀπὸ κυανοῦν βελοῦδον, ἐρυθρὸν βρακίον καὶ λαιμοδέτην ἐκ τριχάπτου καὶ καμέλιαν εἰς τὴν κομβιοδόχην. Ὁ Θωμᾶς ὁμοίαζε πολὺ μὲ τὴν εἰκόνα του καὶ ἦτο ὅσον εὔμορφος δύναται νὰ εἶνε πίθηκος. Ἂν δὲν ἐφοβούμην νὰ μὴ θεωρηθῶ ἀντιφάσκων, θὰ ἔλεγα ὅτι ἦτο εύμορφος ἀσχημομούρης.
Καὶ τοιαῦτα μὲν ἦσαν τὰ ἐξωτερικά, τὰ δὲ ἠθικὰ καὶ πνευματικὰ προσόντα τοῦ Θωμᾶ ἦσαν πολὺ ἀνώτερα τούτων.
Ἀφοῦ μᾶς διηγήθη ὁ αὐθέντης του πῶς ἔτυχε νὰ τὸν εὕρῃ χειμερινήν τινα νύκτα εἰς τὸν δρόμον ἄστεγον καὶ πειναλέον, ἀπετάθη πρὸς αὐτόν: «Θωμᾶ», εἶπε, «διηγήσου εἰς τοὺς κυρίους τις ἦτο ὁ πρῶτος σου αὐθέντης καὶ διατί σ’ ἔρριψεν εἰς τὸν δρόμον.»
Ὁ πίθηκος ἔφερε σκαμνίον ἀντικρὺ τοῦ τοίχου, ἐκάθισεν ἐπ’ αὐτοῦ ἐπὶ τῶν ὀπισθίων του, ἤρχισε νὰ περιστρέφῃ τὸ βλέμμα ἐπὶ τῶν προσκεκλημένων, ὡς νὰ ἤθελε νὰ τοὺς ἐπιθεωρήσῃ ὅλους, καὶ ἐπὶ τέλους προσήλωσεν αὐτὸ ἐπί τινα, τὴν ὡραίαν τῆς ὁμηγύρεως κυρίαν. Ἀφοῦ τὴν ἐκύτταξεν ἐπί τινας στιγμάς, ἔλαβε τὴν ἄκραν τῆς οὐρᾶς του μεταξὺ τῶν δακτύλων καὶ ἤρχισε νὰ περιφέρῃ αὐτὴν ἐπάνω εἰς τὸν τοῖχον καὶ ἐπί τινα ὥραν ἐξηκολούθησε νὰ κυττάζῃ ἐναλλάξ τὸ πρωτότυπόν του καὶ νὰ μεταχειρίζηται ὡς χρωστῆρα τὴν οὐράν του.
«Ὡς βλέπετε, κύριοι», εἶπεν ὁ βαρώνος, «ὁ πρῶτος τοῦ Θωμᾶ αὐθέντης ἦτο ζωγράφος. Καὶ ἐκέρδιζε πολλά;» ἠρώτησε τὸν πίθηκον.
Ὁ ἐρωτώμενος ἐξύθισε τὴν χεῖρα εἰς τὴν τσέπην τοῦ βραχίου του, τὴν ὁποίαν ἐξήγαγε καὶ ἀνέτρεψε, διὰ νὰ δείξῃ ὅτι δὲν περιείχεν ἀπολύτως τίποτε· ἐκτύπησεν ἔπειτα δὶς καὶ τρὶς τὴν κοιλίαν του, διὰ ν’ ἀποδείξῃ ὅτι ἦτο ὅσον καὶ ἡ τσέπη του κενὴ καὶ ἤρχισε νὰ ὑποκρίνεται τὴν πεῖναν διὰ παντομίμας ἱκανῆς νὰ ἐκπλήξη καὶ τὸν δόκτωρα Γαννὲρ τὸν νηστευτήν. Μετὰ ταῦτα ἔτρεξε