Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/142

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
138ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΟΥ

Περιττόν νομίζω νὰ περιγράψω τὴν μεγαλοπρέπειαν τοῦ Κουστείου μεγάρου· τὸ κυριώτατον αὐτοῦ κόσμημα ἦσαν καλλοναὶ Ἑλληνορωμαϊκῶν ἀρχαιοτήτων τοῦ Ἀκράγαντος καὶ τῶν Συρακουσῶν, καὶ ἰδίως τὸν νομισματικὸν μουσεῖον. Ἡ διπλὴ αὕτη ἰδιότης τραπεζίτου καὶ ἀρχαιολόγου δὲν θέλει φανῇ, ὡς πιστεύω, ἀσυμβίβαστος εἰς τοὺς ἀναγνώστας ἡμῶν, ἀφοῦ ἔχομεν καὶ ἐν Ἀθήναις ἀξιόλογον τοιοῦτον· ἑπόμενον ἄλλως εἶνε οἱ ἀγαπῶντες τὰ νομίσματα ν’ ἀγαπῶσιν ἐκτὸς τῶν νέων καὶ τὰ ἀρχαῖα.

Πλὴν ὅμως ἀρχαιολογικοῦ ἦτο εἰς τὸ μέγαρον ἐκεῖνο καὶ ζῷολογικὸν μουσεῖον, ἢ μᾶλλον ἀληθὴς κιβωτός τοῦ Νῶε, διότι τὰ ζῷα ἦσαν ζωντανά. Εἶχεν εἰκοσιεπτὰ σκύλλους παντὸς εἴδους καὶ μεγέθους, ἀπὸ τοῦ ποιμενικού μολοσσοῦ τῶν Ἀπεννίνων μέχρι τοῦ κυναρίου τῆς Μάλτας καὶ τῆς αὐλῆς τοῦ βασιλέως τῆς Ἀγγλίας Καρόλου, καὶ γάτας ἀναριθμήτους, τῆς Ἀγκύρας, τῆς Τάρμας, τριχρόους τῆς Ἱσπανίας καὶ χρυσότριχας τῆς Περσίας. Ὁ Κοῦστε δύναται νὰ θεωρηθῇ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος τῆς σήμερον ἀκμαζούσης γατοφιλίας. Ἀλλὰ τὸ πρὸ πάντων ἀξιοθαύμαστον ἦτο ἡ ἐντὸς παραρτήματος τοῦ ὑαλοφράκτου θερμοκηπίου μοναδικὴ συλλογὴ παντοίων ὑπερποντίων πτηνῶν, ἀπὸ δύο μεγαλοπρεπών στρουθοκαμήλων μέχρι τῶν θαμβούντων τὴν ὅρασιν μικροσκοπικῶν κολυβρίων, τὰ ὁποῖα ἡδύνατό τις νὰ παρομοιάσῃ πρὸς πετώντας σμαράγδους καὶ σαπφείρους.

Ὅλον τὸ πτερωτόν, τὸ πτιλωτὸν τριχωτὸν τοῦτο γένος ἑτρέφετο καὶ ὑπηρετεῖτο δαπάνῃ ἰδιαιτέρου προϋπολογισμοῦ, ἀνερχομένου εἰς ἱκανὰς χιλιάδας λιρῶν, τὸν ὁποῖον παρουσίαζε κατὰ μῆνα ἰδιαίτερος ὑπάλληλος, φέρων τὸν τίτλον Ἐπιμελητοῦ τῶν ζώων, εἰς τὴν αὑτοῦ ἐξοχότητα τὸν βαρῶνον Κοῦστε.

Πίθηκον ὅμως εἶχε μόνον ἕνα, τὸν Θωμᾶν, ὅστις οὐδὲν εἶχε κοινὸν πρὸς τὰ τοῦ ζώου, ἀλλὰ συνεκατοίκει, συνέτρωγε καὶ συνδιεσκέδαζε μετὰ τοῦ κυρίου του, τὸ δὲ περιεργότερον εἶνε ὅτι καὶ συνειργάζετο μετ’ αὐτοῦ, ἐκτελῶν καθήκοντα βιβλιοθηκαρίου, ὡς θὰ ἴδωμεν κατωτέρω. Εἰς τὴν Ἰταλίαν ἀπενέμετο ἐνίοτε ἡ θέσις τοῦ βιβλιοθηκαρίου εἰς οἰκιακοὺς ὑπηρέτας, μόνον ὅμως τῶν ἰδιωτικῶν βιβλιοθηκῶν, ἐνῷ διὰ τὰς δημοσίας θεωρεῖτο τὸ ἀξίωμα ὡς μᾶλλον ἀρμόζον εἰς τοὺς λογίους. Ἐνδέχεται νὰ μετέβαλε κ’ ἐκεῖ