Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/141

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ137

νὰ εἰκονίσῃ πίθηκον; Ἡ λύσις τῆς ἀπορίας εἶνε ὅτι ὁ πίθηκος δὲν ἦτο φανταστικὸν ζῷον, ἀλλ’ ἀκριβὲς ἀντίγραφον ἀληθινοῦ τετραπόδου ἀνήκοντος εἰς αὐθέντην μυριόπλουτον, τὸν τραπεζίτην καὶ ἀρχαιολόγον Δημήτριον Κοῦστε, δαπανήσαντα τέσσαρας χιλιάδας τάλληρα διὰ νὰ ζωγραφηθῇ ὁ πίθηκος ὑπὸ τοῦ πρώτου τῆς Ἰταλίας ζωγράφου, ἀπαραλλάκτως καθὼς καὶ ὅταν ἔπαθεν ὁ ῥηθεὶς πίθηκος κρυολόγημα, ἐκάλεσε τὸν πρῶτον τῆς Ἰταλίας ἰατρὸν Μπουφαλίνην διὰ νὰ ποτίσῃ τὴν μαϊμοῦ του χαμόμηλα, θηριακὴν καὶ θερμὸν οἶνον. Πλὴν τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πίθηκον ἐνυπῆρχε πιθανῶς εἰς τοῦτον καί τις κλίσις, οὐχὶ ἀκριβῶς πρὸς ἐπίδειξιν ἀλλὰ πρὸς ἀπόδειξιν ὅτι ἡδύνατο διὰ τῶν ἑκατομμυρίων του νὰ καταβιβάσῃ μέχρι τοῦ πιθήκου του τὰς κορυφὰς τῆς τέχνης καὶ τῆς ἐπιστήμης.

Ὁ πίθηκος ἐκεῖνος τοῦ εἴδους Chimpagi ἦτο μεσαίου μεγέθους καὶ ὁμοίαζεν ἐν συνόλῳ ὅλους τοὺς πιθήκους. Φαίνεται ἐν τούτοις ὅτι ἡ ὄψις του, εἶχε τι τὸ ἀριστοκρατικόν, ἀφοῦ ἐκ τῶν θαυμαστῶν τῆς εἰκόνος ἄλλος ἰσχυρίζετο ὅτι ὁμοίαζε τὸν Πρίγμαν Γίτζολη, ἄλλος πρὸς τὴν κόμησσαν Βαλστόκραν, καὶ τρίτος πρὸς τὴν ἔξοχον ποιήτριαν κόμησσαν Βαρθολόμην· κατὰ μὲν τοὺς ἀντιπολιτευομένους ἦτο ἡ εἰκὼν τοῦ ἀσχημοτάτου πρωθυπουργού, κατὰ δὲ τοὺς κυβερνητικοὺς τοῦ δημαγωγού Ματζούσα.

Ἐνῷ ἕκαστος ἐπειρᾶτο νὰ πιθηκοποιήσῃ ὅσους δὲν ἠγάπα, ἀντήχησεν αἴφνης πλησίον τοῦ ὁμίλου φωνὴ βαθυφώνου, τόσον ὅμως βαθεῖα, ὥστε ἐφαίνετο ἐκπορευομένη ἐκ τῶν ἐγκάτων τῆς γῆς.

«Ὁ πίθηκος αὐτός, κύριοι», ἔλεγεν ἡ φωνὴ ἡ ἀνήκουσα εἰς αὐτὸν τὸν τραπεζίτην καὶ κτήτορα του ζώου Κοῦστε, «δὲν ὁμοιάζει μὲ κανένα παρὰ μόνον μὲ τὸν ἑαυτόν του. Ἂν τὸν εὑρίσκετε αὐτὸν ἀνάξιον νὰ ζωγραφίζεται ἀπὸ τὸν Ἴζολαν καὶ νὰ ἱατρεύεται ἀπὸ τὸν Μπουφαλίνην, σᾶς προσκαλῶ νὰ ἔλθετε τὸ ἑσπέρας εἰς τὴν οἰκίαν μου νὰ τὸν ἴδετε καὶ ἐλπίζω ν’ ἀλλάξετε γνώμην. Τὸν λέγουν Θωμᾶν καὶ εἶνε σήμερον ἡ ἑορτή του. Θὰ ἀδειάσωμεν μερικὲς φιάλας σαμπάνιαν εἰς τὴν ὑγείαν του.»

Πλὴν τῆς κενώσεως φιαλῶν καμπανίτου εἰς τὴν ἑορτὴν τοῦ πιθήκου, ἡ αἰφνιδία αὕτη πρόσκλησις οὐδὲν εἶχε τὸ ἀλλόκοτον ἢ τὸ παράτυπον. Τὸ Λιβόρνον εἶνε, ἢ τοὐλάχιστον ἦτο, μικρὸς τόπος καὶ ὅλοι ἐγνωρίζοντo ὡς καλόγηροι τοῦ αὐτοῦ μοναστηρίου.