Ὑπάρχει παροιμία, καθ’ ἣν αἱ σφοδραὶ συγκινήσεις ἀνοίγουσι τὴν ὄρεξιν. Ταύτην, ὡς φαίνεται, ἐγνώριζε τῆς πανηγύρεως ὁ ὀργανωτής, διότι κατὰ τὴν ἐπιστροφὴν ἡμῶν εἰς τὸ ὑπαίθριον καφφενεῖον, ἀνέμενεν ἡμᾶς μικρὸς ἀγριόχοιρος στρεφόμενος ἐπὶ τῆς πυρᾶς, νωπὸς τυρός, μέγας λέβης βραστῶν καστάνων καὶ τίνες φιάλαι οἴνου τοῦ τελευταίου τρυγητοῦ, κάπως μὲν θολοῦ, ἀλλὰ γλυκοῦ καὶ ἀφρώδους ὡς καμπανίτου. Τὸ πρόγευμα ἦτο βεβαίως ὀρεκτικόν, ἀδύνατον ὅμως ὑπῆρξε νὰ τιμήσω αὐτό, ἐνοχλούμενος ὑπὸ τῆς διακεχυμένης καθ’ ὅλον τὸ προάστιον ὀσμῆς τῶν παντοίων ἐκεῖ βιομηχανιῶν, τοῦ συμμιγοῦς ἀρώματος μακελλείου, παντοπωλείου, ἀλείμματος, σάπωνος, δερμάτων καὶ λαϊκῶν μαγειρείων. Ἀπὸ τῆς ὑπερβολικῆς ταύτης εὐαισθησίας τῆς ὀσφρήσεως μ’ ἐθεράπευσεν, ὡς ἐλπίζω, ῥιζικῶς ἡ δεκαετὴς ἤδη ἐν τῇ συνοικίᾳ τῆς Πλάκας διαμονή.
Πῶς συμβαίνει, ἀφοῦ ἀσπρίσωμεν νὰ ἐνθυμώμεθα, ὡς νὰ ἦσαν χθεσινά, πράγματα τὰ ὁποῖα πρὶν ἀλλάξωμεν τοὺς γαλαθηνούς, κατὰ τὸ ἐπίθετον τοῦ κυρίου Κόντου, ὀδόντας µας, πολὺ δὲ ὀλιγότερον νὰ ἐνθυμώμεθα ὅσα ἠκολούθησαν ἀφοῦ ἀπεκτήσαμεν φρονιμἰτας, τοῦτο εἶνε ψυχολογιχὸν φαινόμενον, περὶ τοῦ ὁποίου ἔγραφαν οἱ σοφοὶ τόσα πολλά, ὥστε ἐπόμενον εἶνε νὰ μένῃ ἀκόμη σκοτεινόν. Δὲν ἔχω σκοπὸν νὰ ἐπιχειρήσω τὴν λύσιν του, ἀλλὰ μόνον νὰ εἴπω ὅτι δὲν ἠμπορῶ μὲν νὰ ὁρίσω ἀκριβῶς τὴν χρονολογίαν τῶν ὅσα ἔχω νὰ διηγηθῶ, ἀλλ’ ἀφοῦ τὰ ἐνθυμοῦμαι καλὰ πρέπει κατ’ ἀνάγκην νὰ εἶνε παλαιά.
Πρὸ ἀμνημονεύτων λοιπὸν χρόνων, πρὶν ἀξιωθῶ νὰ γνωρίσω τὸν προκείμενον πίθηκον προσωπικῶς, ηὐτύχησα νὰ τὸν ἴδω εἰς καλλιτεχνικήν τινα ἔκθεσιν τοῦ Λιβόρνου ζωγραφιστόν. Ἡ εἰκὼν ἦτο ἀριστουργηματικὴ καὶ ἔφερε τὴν ὑπογραφὴν τοῦ ἐξόχου ζωγράφου Ἴζολα, ὁ ὁποῖος δὲν ἐσυνήθιζε νὰ ζωγραφίζῃ παρὰ μόνον θεούς, ἥρωες, ἀγγέλους καὶ παναγίας. Πῶς λοιπὸν ἐκαταδέχθη καταβαίνων ἀπὸ τὸν Ὄλυμπον καὶ τὸν Χριστιανικὸν Παράδεισον