Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/14

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
10ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΟΥ

ἡ Χριστίνα εἰς τὰ ἐμπορικά, τὴν δὲ τετάρτην μετεβλήθη ὁλόκληρος ἡ οἰκία μας εἰς ἐργαστήριον ῥαπτικῆς. Πανταχοῦ κομμάτια ὑφασμάτων, φόδραι, ὀρνέκια, στηθόδεσμοι καὶ ὑποδήματα πρὸς δοκιμήν. Δὲν εὕρισκα πλέον ποὺ νὰ καθίσω· τὸ δὲ ἑσπέρας ἔπρεπε νὰ περιμένω ἕως τὰς ἐννέα, ἢ καὶ ἀργότερα, ν’ ἀδειάσῃ ἡ ῥάπτρια τὴν τράπεζαν τοῦ γεύματος, διὰ νὰ δειπνήσωμεν μὲ μίαν σαλάταν ἢ σμαρίδας τηγανητάς. Ἡ μόνη μας τῷ ὄντι ἐγκυκλοπαιδικὴ ὑπηρέτρια εἶχε χειροτονηθῇ κ’ ἐκείνη μοδίστρα καὶ δὲν ἐπρόφθανε νὰ μαγειρεύῃ. Ἄδικον ὅμως θὰ ἦτο νὰ παραπονεθῶ διὰ τοῦτο, ἀφοῦ τὸ κακὸν ἦτο γενικόν. Πλὴν τῶν Χριστουγέννων, τοῦ Πάσχα καὶ τῶν ἄλλων μεγάλων ἑορτῶν, ἐπικρατεῖ ἡ συνήθεια εἰς τὴν Σύραν νὰ νηστεύουν καὶ τὰς παραμονὰς τῶν μεγάλων χορῶν. Τὸ ὀχληρότερον ἀπὸ ὅλα ἦτο ἡ διηνεκὴς ἀπασχόλησις τῆς Χριστίνας καὶ τὰ παντὸς εἴδους χαρτιά, τὰ ὁποῖα ἐτύλιγε τὴν νύκτα εἰς τὰ μαλλιά της. Ἀπὸ τὴν ἡμέραν ὅπου ἐλάβαμεν τὸ κατηραμένον ἐκεῖνο προσκλητήριον, ἦτο ὡς νὰ μὴν εἶχα γυναῖκα.

Ὅση ὅμως καὶ ἂν ἦτο ἡ ἀπέχθειά μου κατὰ τῶν τοιούτων προπαρασκευῶν, πρέπει νὰ ὁμολογήσω ὅτι ἐπέτυχε πληρέστατα τῆς Χριστίνας ὁ στολισμός· φόρεμα μὲ μακρὰν οὐρὰν ἀπὸ βαρὺ βυσσινόχρουν μεταξωτὸν καὶ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τὸ τελευταῖον λείψανον τῆς κειμηλιοθήκης τῆς μητρός της, εἶδος τί ἀρχαϊκοῦ διαδήματος ἀπὸ ῥουβίνια, τῶν ὁποίων αἱ πορφυραὶ φλόγες συνηρμόζοντο θαυμασίως μὲ τὸ κοράκινον χρῶμα τῶν τριχῶν της. Οὕτω στολισμένη μοῦ ἐθύμιζε τὴν Σεμίραμιν, τὴν Φαῖδραν, τὴν Κλεοπάτραν, τὴν Θεοδώραν καὶ τὰς ἄλλας ἡρωΐδας, αἱ ὁποῖαι ἐτάραττον τὸν ὕπνον μου ὅταν ἤμην εἰς τὸ σχολεῖον.

Ὁ οἶκος τοῦ κυρίου δημάρχου ἦτο μεγάλος, ἀλλ’ ἀκόμη μεγαλείτερος ὁ φόβος του νὰ μὴ λησμονήσῃ οὐδὲ τὸν ἐλάχιστον κομματαρχίσκον του, ἔστω καὶ λουκουμοποιόν, καραβοκύρην, βυρσοδέψην ἢ ἄλλον καταστηματάρχην. Ὁ κόσμος ἦτο λοιπὸν πολὺς καί, ὡς πάντοτε συμβαίνει εἰς τὴν Σύρον, τριπλάσιοι τῶν κυριῶν οἱ χορευταί. Ταύτας ἐπερίμεναν εἰς τὴν ἐξώθυραν μὲ σημειωματάριον εἰς τὴν χεῖρα καὶ ἀνέβαιναν κατόπιν αὐτῶν τὴν κλίμακα ἐπαιτοῦντες χορόν. Ὅταν εἰσήλθομεν ἐξώρμησαν τοὐλάχιστον δεκαπέντε κατὰ τῆς Χριστίνας, τῆς ὁποίας ἐθαύμασα κατὰ τὴν ἕφοδον ταύτην τὸ θάρρος καὶ τὴν ἑτοιμότητα, μὲ τὴν ὁποίαν ἐμοίραζεν ὡς ἀντίδω-