του arivederci. Ἐκατοίκουν τὸ πρῶτον πάτωμα μικρᾶς οἰκίας εἰς τὴν ἄκραν τῆς ὁδοῦ Γαριβάλδη. Ἐπὶ τῆς κοσμούσης τὴν θύραν χαλκίνης πλακὸς ἀνεγινώσκετο ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ ἐνοίκου ὁ τίτλος ἀρχαιολόγος (antiquario), σημαίνων ἐν Σικελίᾳ πωλητὴς ἀρχαιοτήτων. Ἡ δεξίωσις ὑπῆρξε φιλοφρονεστάτη. Ἡ οἰκοδέσποινα εὐηρεστήθη νὰ μοῦ προσφέρῃ καφὲ καὶ νὰ μὲ θαμβώσῃ καὶ πάλιν μὲ τὴν λάμψιν τῶν μαύρων της ὀφθαλμῶν καὶ τῆς χρυσῆς της κόμης, ὁ δὲ ξερασωμένος ἀρχαιολόγος, ἀφοῦ μοὶ παρεχώρησεν ἀντὶ ἑκατὸ μόνον φράγκων δύο σπάνια νομίσματα τῶν Συρακουσῶν, ηὐδόκησε νὰ μὲ πληροφορήσῃ ὅτι, ἂν πλὴν τῶν ὀφθαλμῶν καὶ τῆς κόμης ἐπεθύμουν νὰ μεταΐδω καὶ τὰς κνήμας τῆς κυρίας του, ἠδυνάμην ν’ ἀπολαύσω τὴν εὐχαρίστησιν ταύτην μεταβαίνων τὸ ἑσπέρας εἰς τὸ θέατρον Vittorio Emmanuele, ὅπου ἦτο δευτέρα χορεύτρια. Ὅπως οἱ καλόγηροι, οὕτω εἶχαν ἀρχίση νὰ ὑπανδρεύωνται εἰς τὴν Σικελίαν καὶ αἱ χορεύτριαι.
Ἐξ ὅλων τῶν πόλεων τῆς Δύσεως καὶ τῆς Ἀνατολῆς, ὅπου ἔτυχε νὰ κατοικήσω, ἡ καθαρωτάτη εἶνε ἡ τουλάχιστον ἦτο πρὸ ἡμίσεος αἰῶνος, πρὸ τῆς ἰταλικῆς δηλ. ἑνότητος καὶ τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ κοινοβουλευτικοῦ πολιτεύματος, ἡ Γένοβα, πρωτεύουσα τῆς Λιγουρίας. Ἡ ἱστορία τῆς πόλεως ταύτης συνδέεται στενῶς μετὰ τῆς ἡμετέρας μεσαιωνικῆς. Οἱ Γενοβέζοι ὑπῆρξαν πιστοὶ σύμμαχοι τοῦ αὐτοκράτορος Μιχαὴλ τοῦ Παλαιολόγου κατὰ τῶν Ἐνετῶν, καὶ ἐπὶ μακρὸν χρόνον δυνάσται τῆς Χίου, ὅπου, ἂν ὑπάγῃς, ἀναγνῶστα, δύνασαι νὰ συναντήσῃς ἐπιζῶντας τινὰς ἀπογόνους τοῦ Ἰουστινιάνη καὶ τοῦ Γριμάλδη, διατηροῦντας ἀκόμη τὰ οἰκόσημα, τὰ γενεαλογικὰ δένδρα καὶ τὴν πίστιν εἰς τὸν Πάπαν, κατ’ οὐδὲν ὅμως ἄλλο διακρινομένους ἀπὸ τῶν γειτόνων αὐτῶν, τῶν ὁποίων ἡ περιουσία περιορίζεται εἰς κτῆμα, οὐχὶ πολὺ μεγαλείτερον τῆς αἰθούσης χοροῦ τῶν ἀνακτόρων τοῦ βασιλέως Γεωργίου, ἀποδίδον κατ’ ἔτος ἑκατοντάδας τινὰς πορτοκαλίων καὶ σακκίδιον ἀμυγδάλων.
Διὰ τὴν μοναδικὴν ἐν τούτοις καὶ ἀπαστράπτουσαν τῆς Γε-