Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/124

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
120ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΟΥ

πουκίνου. “Λοιπὸν δὲν θὰ μὲ τουφεκίσουν; Εἶσαι βέβαιος περὶ τούτου;” “Βεβαιότατος. Εἶδα μὲ τὰ μάτια μου τὸ διάταγμα μὲ τὴν ὑπογραφὴν τοῦ βασιλέως. Ἡ χάρις ὅμως θὰ σὲ δοθῇ εἰς τὸν τόπον τῆς ἐκτελέσεως. Ἐνθυμεῖσαι τοὺς τρεῖς ἐπαναστάτας, εἰς τοὺς ὁποίους ἐδόθη πέρυσι χάρις ἐπάνω εἰς τὴν ἀγχόνην, ἐνῶ ὁ βρόχος ἦτο περασμένος εἰς τὸν λαιμόν των;” “Τοὺς ἐνθυμοῦμαι”. “Οὕτω καὶ σὲ θὰ σὲ ὁδηγήσουν εἰς τὴν πλατεῖαν τῆς προκυμαίας, θὰ σὲ τοποθετήσουν ἀντικρὺ εἰς ἀπόσπασμα δέκα στρατιωτῶν, θὰ διαταχθῇ πῦρ, καὶ τότε μόνον θὰ λάβῃς τὴν χάριν. Δὲν εἶχα τὸ δικαίωμα νὰ σοῦ τὸ φανερώσω· ἀλλὰ σοῦ τὸ λέγω, διότι ὁ βασιλεὺς δὲν θέλει τὸν θάνατόν σου καὶ ἦτο κίνδυνος ν’ ἀποθάνῃς εἰς τὸν δρόμον ἀπὸ τὴν τρομάραν. Θάρρος λοιπόν. Ἔχεις ἀκόμα νὰ φᾷς πολλὰ μακαρόνια, πρὶν μεταβῇς εἰς τὸν ἄλλον κόσμον.” Ἡ προσλαλιὰ αὕτη ἤρκεσε νὰ διαλύσῃ πάντα δισταγμὸν καὶ πάντα φόβον τοῦ καταδίκου. Ὠμοίαζεν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸ στῆθος τοῦ ὁποίου θὰ ἐσήκωναν βαρὺ βράχον. Ἐδάκρυεν, ἐγέλα, ἐζητωκραύγαζε ὑπὲρ τοῦ βασιλέως, ὑπέσχετο λαμπάδας εἰς ὅλους τοὺς ἁγίους καὶ ἐπὶ τέλους ἐζήτησε νὰ παρασύρῃ τὸν πνευματικόν του νὰ χορεύσουν μαζὶ μίαν ταραντέλλαν. “Τί κάμνεις, ἀθεόφοβε!” εἶπεν οὗτος. “Λησμονεῖς ὅτι ἐχάθημεν καὶ οἱ δύο, ἂν γνωσθῇ ὅτι σοῦ ἐφανέρωσα τὸ μυστικόν; Γονάτισε καὶ ἐξομολογήσου.” Ὁ κατάδικος ἐγονάτισεν, εἶπεν ὅσα εἶχε νὰ εἴπῃ, ἔλαβεν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ἀπεχαιρέτισε τὸν πανοσιώτατον, ἀποκαλῶν αὐτὸν σωτῆρα του καὶ ὑποσχόμενος νὰ θαμβώσῃ τὴν ἐπιοῦσαν τοὺς θεατὰς διὰ τῆς ἀφοβίας του πρὸ τῶν τουφεκιστῶν. Εὐθὺς μετὰ τὴν ἔξοδον τοῦ καπουκίνου εἰσῆλθεν ὁ δεσμοφύλαξ, τὸν ὁποῖον μεγάλως ἐξέπληξεν ἡ εὔθυμος διάθεσις τοῦ πρῴην νυχθημερὸν ὀδυρομένου. “Δὲν ἠξεύρεις”, εἶπεν εἰς αὐτόν, “ὅτι αὔριον εἰς τὰς δέκα θὰ σὲ τουφεκίσουν;” “Τὸ ἠξεύρω πολὺ καλά· γεννηθήτω τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἠξεύρω ὅμως ὅτι ἔχω τὸ δικαίωμα νὰ ζητήσω νὰ φάγω ὅ,τι θέλω εἰς τὸ τελευταῖόν μου γεῦμα. Παράγγειλε νὰ μοῦ φέρουν μίαν μακαρονάδα, ἕνα ψητὸν καπόνι καὶ κρασὶ τῶν Συρακουσῶν.” Μετὰ τριήμερον νηστείαν καὶ ἀγρυπνίαν ἔφαγεν ὡς λάμια καὶ ἁπλωθεὶς ἕπειτα εἰς τὴν κλίνην του ἐρρουχάλισε μακαρίως, μέχρις οὗ ἦλθεν τὴν ἐπιοῦσαν νὰ τὸν ἐξυπνήσῃ ὁ ἐπὶ τῆς ἐκτελέσεως ἀποσπασματάρχης. Ἀφοῦ δὶς ἐχασμήθη, ἐζήτησεν ὁ κατάδικος ὡς τελευταίας χάριτας ἕνα καφὲ διὰ