Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/12

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
8ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΟΥ

σχην. Καὶ πάλιν ὅμως δὲν θ’ ἀπεφάσιζα νὰ τὴν νυμφευθῶ, ἂν δὲν συνέβαινε ν’ ἀποθάνῃ κατ’ ἐκείνας τὰς ἡμέρας ἀπὸ τὴν στέρησιν καὶ τὴν κακοπάθειαν γέρων θεῖος μου, τὸν ὁποῖον ἐπιστεύαμεν ὅλοι ἀπένταρον, βλέποντες αὐτὸν νὰ ἐνδύεται ὡς Διογένης καὶ νὰ τρέφεται ὡς ἀσκητῆς. Πάσχων πρὸ καιροῦ ἀπὸ τὸ στῆθος, μοῦ εἶχε ζητήσει ἑκατὸν δραχμὰς διὰ τὸν ἰατρὸν καὶ ἰατρικά. Ἀντὶ ὅμως νὰ τὰς μεταχειρισθῇ πρὸς τοιοῦτον σκοπόν, εἶχε προτιμήσει νὰ προσθέσῃ καὶ αὐτὰς εἰς ἄλλας πέντε χιλιάδας, ὅπου εἶχε κρυμμένας εἰς τὸ ἀχυρόστρωμα, ἐπὶ τοῦ ὁποίου εὑρέθη ἕνα πρωὶ νεκρός. Τὸ πάθημά του μ’ ἔκανε νὰ σκεφθῶ, ὅτι θὰ ἦτο ἀνοησία νὰ ἐξακολουθῶ νὰ βασανίζωμαι ἀπὸ τὴν ἀϋπνίαν καὶ τὴν ἀνορεξίαν, ἀφοῦ εἶχα τὰ μέσα νὰ ἰατρευθῶ. Τὴν Χριστίναν τὴν ἐπῆρα καθὼς παίρνει κανεὶς κινίνον διὰ ν’ ἀπαλλαχθῇ ἀπὸ τὸν πυρετόν.

Ἂν καὶ ἤμην ἀνυπόμονος, ἠναγκάσθην ἀπὸ τὴν κοινὴν πρόληψιν καὶ τὸν δεσπότην μας Λυκοῦργον νὰ περιμένω τὸ τέλος τοῦ Μαΐου διὰ νὰ στεφανωθῶ. Εὐθὺς μετὰ τὸν γάμον ἐπήγαμεν νὰ περάσωμεν τὸ μελοφέγγαρον εἰς τὴν Ζιάν. Ἠμπορῶ νὰ εἴπω ὅτι εἶδα ἐκεῖ καλὰς ἡμέρας. Τὸ νησὶ ἦτο καταπράσινον, τὸ ἐξοχικόν μας σπίτι ἀναπαυτικόν, τὰ τρόφιμα ἐξαίρετα, ὁ καιρὸς ὡραῖος καὶ ἀκόμα ὡραιοτέρα ἡ Χριστίνα. Ἐκεῖνο ὅπου μ’ ἔκανε νὰ τὴν προτιμήσω ἀπὸ ὅλας, εἶνε ὅτι μόνη αὐτὴ δὲν εἶχε κανὲν ἀπὸ τὰ συνηθισμένα παρθενικὰ ἐλαττώματτα, διὰ τὰ ὁποῖα ἀηδίαζα ἐν γένει τὰς κορασίδας. Οὔτε λιγνή, οὔτε ἀναιμική, οὔτε ἐντροπαλή, οὔτε πολὺ νέα. Πιστεύω μάλιστα ὅτι ἦτο κατά τι μεγαλειτέρα ἀπὸ ἐμέ. Εἰκοσιὲξ ἕως εἰκοσιοκτὼ ἐτῶν, μελαχροινή, μὲ ἀνάστημα, μὲ ὤμους, μὲ στῆθος, μὲ φλόγα εἰς τὸ βλέμμα καὶ κομψότατα ὑποδηματάκια. Διὰ νὰ μὴ φανῇ ἀπίστευτον τὸ ἄθροισμα τόσων χαρισμάτων ἀρκεῖ νὰ προσθέσω ὅτι ἦτο Σμυρναία.

Εἰς τὴν Κέαν ἐμείναμεν ὅλον τὸ θέρος καὶ ἡ θεραπεία μου ἐπροώδευε θαυμασίως. Νομίζω ὅτι πολὺ προτήτερα ἀπὸ τὸν Βίσμαρκ ἐφευρῆκα ἐγὼ τὸ Μακάριοι οἱ κατέχοντες. Οἱ αἰσθηματικοὶ θεωροῦσιν ὡς ἐλάττωμα τῆς τοιαύτης κατοχῆς καὶ ἐν γένει τοῦ γάμου, ὅτι εἶνε ὁ τάφος τοῦ ἔρωτος. Τοιοῦτον ὅμως παράπονον δὲν ἠδυνάμην νὰ ἔχω ἐγώ, ἀφοῦ ὑπανδρεύθην ἐπίτηδες διὰ νὰ τὸν θάψω, ἀπὸ πόθον ὄχι ἐκτάκτων ἀπολαύσεων, ἀλλ’ ἡσυχίας, καὶ κατώρθωνα νὰ εἶμαι καθ’ ἡμέραν ἡσυχώτερος. Τὸ πρωὶ ἐκάμναμεν θαλάσσιον