Σελίδα:Σμίτ. Η περιστερά.pdf/51

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

μένι; ἔλεγεν ἡ μήτηρ, ἢ μήπως πέσῃ εἰς τοὺς ὄνυχας κανενὸς σαρκοφάγου ὀρνέου; Ἂν δὲν ἀνθέξῃ εἰς τὸ μάκρος τοῦ δρόμου, ἂν φθάσῃ ἀργά; ἂν δὲν τὴν ἴδωσιν εἰς τὸ Λιμένι! ἂν δὲν δυνηθῇ νὰ ἔμβῃ εἰς τὸν πύργον; Θεέ μου, Θεέ μου, τί δυστύχημα ἠμπορεῖ νὰ συμβῇ ἕνεκα τούτων!

Μετ’ ὀλίγην ὥραν ἐκάθισαν καὶ αἱ δύο πλησίον εἰς τὸ παράθυρον καὶ παρετήρουν τὸν ὁρίζοντα μὲ προσεκτικὸν καὶ ὅλως ἀνήσυχον βλέμμα· παρεκάλουν δὲ τὸν Θεὸν νὰ διαφυλάττῃ ὑπὸ τὴν σκέπην του τοὺς ἀγαθοὺς αὐτῶν φίλους, τοὺς ὁποίους οὐδὲ κἂν νὰ συλλογισθῶσιν ἐτόλμων, διότι ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴν ἐνόμιζον ὅτι θὰ ἴδωσι τὴν λάμψιν τῆς πυρκαϊᾶς νὰ ἀνέρχηται πρὸς τὸν Οὐρανόν. Ἡ ἀνησυχία αὐτὴ δὲν τὰς ἀφῆκε νὰ κλείσωσι τὰ βλέφαρά των οὐδ’ ἐπὶ στιγμήν.

Εἶχε παρέλθει τὸ μεσονύκτιον, ὅτε σφοδρὸς ἄνεμος ἤρχισε νὰ πνέῃ καὶ νὰ συρίζῃ διὰ τῶν