Σελίδα:Σμίτ. Η περιστερά.pdf/45

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

— Ἆ! κυρία, ἐφώνησε μακρόθεν, τί δυστυχία! τί τρομερὰν εἴδησιν σᾶς φέρω! Οἱ δύο ἄνθρωποι τοὺς ὁποίους συνώδευσα δὲν εἶναι προσκυνηταὶ ἀλλὰ λῃσταὶ καὶ φονεῖς! Ἔχουν σκοπὸν νὰ φονεύσωσι τὸν ἄρχοντα Χριστόδουλον, τὴν γυναῖκα του, τὴν θυγατέρα του, τοὺς ἀνθρώπους του, καὶ ἀφοῦ γυμνώσωσι τὸν πύργον νὰ τὸν καύσωσιν.

Ἦτο τόσον ἐξησθενημένος, ὥστε δὲν ἠδυνήθη νὰ ὁμιλήσῃ περισσότερον· ἐνῷ δὲ ἔτρεχεν ἔπεσε σχεδὸν ἀναίσθητος πλησίον ἑνὸς δένδρου καὶ μέχρις ὅτου συνέλθει παρῆλθεν ἀρκετὴ ὥρα.

Ἱδρὼς ψυχρὸς περιέβρεξε τὸ μέτωπον τῆς Κλεονίκης.

— Θεέ, Θεέ μου! ἔλεγε, τί δυστυχία! τί μέγα δυστύχημα!

Μετὰ ταῦτα στραφεῖσα πρὸς τὴν θυγατέρα της:

— Εὐφροσύνη μου, Εὐφροσύνη τέκνον μου, εἶπε, τρέξε πάραυτα εἰς τὸν πύργον, τρέξε ὅσον δύ-