Σελίδα:Σμίτ. Η περιστερά.pdf/44

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

τόσον καυστικὸς, καὶ ὁ ἀὴρ ἤρχιζε νὰ δροσίζῃ ὀλίγον, κατέβησαν εἰς τὴν κοιλάδα διὰ νὰ ἐπισκεφθῶσι τοὺς ἀγρούς των. Τὰ σιτάρια ἦσαν ἐξαίρετα, καὶ προεμήνυον πλουσίαν συγκομιδὴν, οἱ στάχυες ἦσαν ἤδη μεγάλοι, οἱ κύανοι καὶ οἱ μήκωνες ἐξεῖχον ἐν τῷ μέσῳ τῆς πρασίνου πεδιάδος, καὶ οἱ ἀγροὶ τοῦ λιναρίου στολισμένοι μὲ ἄνθη κυανᾶ ηὔξανον ἀκόμη τὴν καλλονὴν τῆς κοιλάδος.

Ἡ Κλεονίκη καὶ ἡ θυγάτηρ της παρατηροῦσαι τοὺς ἀγροὺς, οἱ ὁποῖοι ἐξετείνοντο πρὸ αὐτῶν, ᾐσθάνοντο πολλὴν ἀγαλλίασιν διότι ὀλίγον εἶχε λείψει νὰ στερηθῶσιν αὐτοὺς διὰ παντὸς. Συλλογιζόμεναι δὲ τὰς εὐεργεσίας τοῦ Θεοῦ ὕψωσαν τὰ βλέμματά των πρὸς τὸν Οὐρανὸν, καὶ διῆλθον στιγμάς τινας ἐν κατανύξει καὶ σιωπῇ, εὐχαριστοῦσαι αὐτὸν διὰ τὴν βοήθειαν τὴν ὁποίαν ἔστειλεν εἰς αὐτάς.

Αἴφνης εἶδον τὸν Ἀνδρέαν τρέχοντα δρομαίως, ἀσθμαίνοντα, περίφοβον καὶ ἐκτὸς ἑαυτοῦ.