Σελίδα:Σμίτ. Η περιστερά.pdf/40

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

ἀγκάλας διὰ νὰ συλλάβῃ τὸν Ἀνδρέαν, ὁ ὁποῖος προσεπάθει νὰ φύγῃ, καὶ ἐπειδὴ ὁ λῃστὴς ἐπέμενεν εἶπεν εἰς αὐτὸν ἱκετευτικῶς.

— Ἄφες με σὲ παρακαλῶ ἄφες με, διότι ἠμποροῦμεν νὰ πέσωμεν καὶ οἱ δύο. Ἀλλὰ καὶ ἂν περάσω χωρὶς νὰ πάθω τίποτε, πῶς θὰ ἐπιστρέψω ὕστερον; ἄφες με νὰ φύγω, ἀνάγκην ἀπὸ ἐμὲ δὲν ἔχετε τώρα πλέον, ἰδοὺ ὁ δρόμος σας, εἶσθε πλησίον εἰς τὸ Λιμένι.

Ὁ νεώτερος τῶν δύο λῃστῶν ἀπέδωκε τὸν τρόμον τοῦ Ἀνδρέου εἰς τὸν ὑπὸ τῆς θέας τοῦ βαράθρου ἐμπνεόμενον φόβον, ἡ ὁποία καὶ αὐτὸν ἀκόμα ἐφόβιζε, διὸ εἶπεν ἀρβανίτικα εἰς τὸν σύντροφον του:

— Δὲν πιστεύω νὰ παρετήρησε τίποτε ὁ ἀνόητος αὐτὸς, καὶ ἐπὶ τῇ ὑποθέσει ὅτι εἶδε τὴν πανοπλίαν σου, οὔτε τὴν γλῶσσάν μας ἠξεύρει, ἀλλ’ οὔτε καὶ τοὺς σκοπούς μας γνωρίζει· ἔπειτα ποῖος θὰ πιστεύσῃ τοὺς λόγους του· ἄφες τον νὰ φύγῃ.

—Καλὰ, ἂς ᾖναι, ἀπεκρίθη ὁ ἄλλος, ἂς ρίψω-