Σελίδα:Σμίτ. Η περιστερά.pdf/34

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

Ὁ νεανίσκος τοὺς ἠκολούθει μετ’ εὐχαριστήσεως καὶ διὰ νὰ τοὺς κάμῃ χάριν ἀπήλλαξεν αὐτοὺς ἀπὸ τὰς ράβδους των, ἀλλ’ αὐτοὶ οὐδὲ κἂν ἐπρόσεχον εἰς αὐτὸν καὶ ἐπὶ πολὺν ὥραν ἔβαινον σιωπηλοί. Ἀφοῦ διέβησαν ἀπόκρημνον βράχον ὁ δρόμος ἐξετείνετο ὁμαλώτερος καὶ ἤρχισαν νὰ ὁμιλῶσιν ἀρβανίτικα.

Ὁ μικρὸς αὐτῶν ὁδηγὸς κατήγετο ἀπὸ ἀρβανίτας καὶ ὠνομάζετο Ἀνδρέας· ἦτο ὀρφανὸς ἐκ μικρᾶς ἡλικίας καὶ ὁ Γρηγόριος ἀπὸ εὐσπλαγχνίαν κινούμενος παρέλαβεν αὐτὸν διὰ νὰ τὸν ἀναθρέψῃ· ἔκτοτε δὲ ἔμεινεν εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ ὡς μικρὸς ὑπηρέτης, ἀλλὰ δὲν εἶχε λησμονήσει τὴν πάτριον αὐτοῦ γλῶσσαν καὶ τοιουτοτρόπως ἤκουσε μετὰ προσοχῆς τὴν συνομιλίαν τῶν προσκυνητῶν· μάλιστα δὲ ἤθελε νὰ δείξῃ τὴν χαρὰν του ὅτι ἐνθυμεῖτο ἀκόμη τὴν μητρικήν του γλῶσσαν, ὅταν ἔξαφνα ἡ συνομιλία των τοῦ ἐπροξένησε φρίκην καὶ τρόμον.