Σελίδα:Σμίτ. Η περιστερά.pdf/31

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

Ὁ θυρωρὸς τοὺς ἀνήγγειλε καὶ ἡ οἰκοδέσποινα ἐπρόσταξε νὰ τοὺς ὁδηγήσωσιν εἰς τὸ κατώγειον, νὰ τοὺς δώσωσι τίποτε νὰ δειπνήσωσι καὶ νὰ κεράσωσιν ἀπὸ ἕνα ποτῆρι κρασὶ εἰς τὸν καθένα.

Ἀφοῦ ἐδείπνησαν κατέβη μετά τῆς Εὐφροσύνης διὰ νὰ τοὺς ἴδωσιν.

Οἱ καλόγηροι ἤρχισαν νὰ διηγῶνται πολλὰ περίεργα πράγματα περὶ τοῦ ἁγίου τάφου καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ πύργου ἤκουον μετὰ πολλῆς προσοχῆς· ἰδίως δὲ ἡ Εὐφροσύνη εὕρισκε μεγάλην εὐχαρίστησιν ἀκούουσα τὰ θαυμάσια ταῦτα διηγήματα καὶ δάκρυα μάλιστα ἔβρεξαν τὰς παρειάς της, διότι ἡ παιδική της καρδία ᾐσθάνετο τὴν εὐσεβῆ ἐπιθυμίαν νὰ ἴδῃ τὸν ἀπομεμακρυσμένον αὐτὸν τόπον, ὁ ὁποῖος ἦτο ἡ πατρὶς τοῦ Σωτῆρος τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἐλυπεῖτο κατάκαρδα ὅτι δὲν θὰ ἦτο ποτὲ δυνατὸν εἰς αὐτὴν νὰ πληρωθῇ ἡ ἐπιθυμία της αὕτη.

— Φιλτάτη μου Εὐφροσύνη, εἶπεν ἡ μήτηρ