Σελίδα:Σκαραβαίοι και Τερρακότες (1919).pdf/71

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

Θὰ μὲ βρῇ ἡ στερνή μου ἡ μέρα νεκροθάφτη,
τὸ δικό του μνῆμα μόνος του ποῦ σκάφτει
μὲ τὰ δέκα νύχια· μόνος μου, ἀπὸ τότε
ποῦ ἔνοιωσα στὰ σπλάχνα μέσα τὴν καρδιά μου,
σὰν χαραμοφάδες σὲ τραπέζι γάμου,
πόνοι, νὰ μοῦ τρῶτε.

Μὲ τὴ ψυχὴ στὰ δόντια μόνος μου θὰ γύρω
τὸ κορμὶ τὸ σάπιο μὲς στὸ λάκκο· γύρω
θὰ πετοῦν θὰ σκούζουν λιμασμέν’ ἀγρίμια,
κ’ ἴσως μὲς στοῦ χάρου τὰ κοπάδια νά ’βρω
τἀπονύχτερό μου τὄνειρο τὸ μαῦρο,
σὰ στερνὴ βλαστήμια,

Νὰ μοῦ κράζῃ: —Σήκω! τῶν σαλπίγγων ἦχοι
τῆς Ἱεριχῶς σου ζώνουνε τὰ τείχη,
Κάστρο, ποῦ προσμένεις σφαλιχτὸ ἀπὸ χρόνια,
Κάστρο, πὄχουν δέσῃ μὲ γητειὲς καὶ μάγια,
ἦρθα νὰ σ’ ἀνοίξω μὲ μυρτιὲς καὶ βάγια
καὶ μὲ δάφνης κλώνια!

70