Σελίδα:Σκαραβαίοι και Τερρακότες (1919).pdf/64

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.


II

Οσο κορνιαχτὸ ἔχει ἡ στράτα
τὸν σηκώνουνε, καὶ μοιάζει
ὅσο πᾶνε — νά τα, νά τα! —
πῶς ξοπίσω τους βραδυάζει.

Τώρα φτάνουν — πόσα, πόσα !
κι ὅλο ἡ δίψα καὶ τὰ σφίγγει
ποῦ κολλάει ξερὴ τὴ γλῶσσα
στὸ στεγνό τους τὸ λαρύγγι.

Τὸ νερό, ποῦ αἰώνια βγαίνει,
κάθε δίψα τους θὰ σβύσῃ·
τρέχουν, βρίσκουν στειρεμένη
τῆς Καλῆς Κερᾶς τὴ βρύση!

63