Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
I
Καιει ὁ ἥλιος καὶ δὲ σειέται
οὐδὲ φύλλο ἀπὸ τὰ δέντρα
κι ὁ βοσκός, θαρρεῖς, βαριέται
νὰ σηκώσῃ τὴ βουκέντρα.
Δὲ χουγιάζει, δὲ σουρίζει
καὶ μονάχα τους τὰ κριάρια,
ποῦ ἡ δίψα τὰ θερίζει,
μὲ τὰ χίλια τους ποδάρια
πηλαλᾶνε· κι ὄλο βλέπουν
πότε μπρός τους θἀντικρύσῃ
ἀπ’ τὶς λεῦκες ποῦ τὴ σκέπουν
τῆς Καλῆς Κερᾶς ἡ βρύση.
62