καὶ λογιάζει ὁ Ἀσὰν ὁ ἄντρας της πῶς ἦρθε·
στὸ πυργὶ πετᾷ γιὰ νὰ ριχτῇ μπροστά του,
τρέχουν πίσω της οἱ δυὸ καλές της κόρες
τῆς φωνάζουνε καὶ δάκρια πικρά χύνουν:
«Δὲν εἶναι τοῦ Ἀσὰν τοῦ ἀφέντη μας ὁ μαῦρος,
ὁ Πιντόροβιτς εἶν’ ὁ ἀδερφός σου ποῦ ήρθε.»
Πίσω τοῦ Ἀσὰν γυρίζει ἡ γυναικούλα,
πέφτει στὸ λαιμὸ ἡ δόλια τοῦ ἀδερφοῦ της:
«Δὲ ντροπή, ἀδερφέ, ντροπὴ τῆς ἀδερφῆς σου
ποῦ μ’ ἀπόδιωξε πέντε παιδιῶνε μάννα!»
Λόγο ὁ ἀδερφός· καὶ σέρνει ἀπὸ τὸν κόλφο
μὲς σὲ κραμουζὶ μετάξι τυλιγμένο
συνθεμένο τὸ χαρτί του χωρισμού των,
ὅτι: νὰ γυρνᾷ στῆς μάννας της τὸ σπίτι
νἆν’ ἐλεύτερη νὰ πάρῃ ἄλλον ἄντρα.
Βλέπει τὸ πικρὸ χωρισοχάρτι ἐκείνη
καὶ φιλάει τὰ δυὸ τἀγόρια της στὰ μάτια,
τὶς δυὸ κόρες της στὰ μάγουλα φιλάει·
μ’ ἀπ’ τὸ βυζανιάρικο μέσα στὴν κούνια
ἄχ, δὲν μπόραγε ἡ πικρὴ νὰ ξεκολλήσῃ.