Σελίδα:Σκαραβαίοι και Τερρακότες (1919).pdf/114

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.



3

Σιγα πετόντας τὸ Ἄλογο τὸ φτερωτὸ ἀπὸ πέρα
μὲ τἀνοιχτὰ ρωθούνια του ἀέρα φυσᾷ πἀχνίζει·
μὲ μιὰ τοὺς φέρνει τοῦ φτεροῦ τρεμούλα πἀνεμίζει
μὲς στὴ γαλάζια τὴ νυχτιὰ μὲς στὸ ξανθὸν αἰθέρα.

Πετοῦν· κι ἀφήνουν πίσω τους τῆς Ἀφρικῆς τὴν ξέρα·
νὰ κ’ ἡ Ἀσία… μιὰ ἔρημος… ὁ Λίβανος καπνίζει
στεφανωμένος καταχνιά, καὶ πέρα ἐκεῖ ἀφρίζει
λευκὸ τὸ μνῆμα πὄκρυψε τὴν Ἕλλη μιὰν ἡμέρα.

Σὰ δυὸ θεόρατα πανιὰ ὁ ἄνεμος φουσκώνει
τὶς δυὸ φτερούγες, ποῦ πετοῦν ἀπ’ ἄστρο σὲ ἀστέρι,
κάνοντας κούνια ὁλόθερμη στ’ ἀγκαλιασμένο ταῖρι.

Καὶ κεῖ ψηλὰ ποῦ ὁ ἥσκιος των σειστὸς περνᾷ κι ἁπλώνει
στὸν Ὑδροχόο ἀνάμεσα καὶ στὸν Κριὸ θωροῦνε
τὰ δυό τους Ἄστρα κρεμαστὰ νἀσπροφεγγοβολοῦνε.

113