Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
ANΔPOMEΔA
(Josè Maria de Héredia)
1
Του Κηφέως ἡ κόρη ζωντανή, ἀλλοίμονον, ἀκόμα
στὸ βράχο, στὰ μαυρόνησα, ἀνάμαλλη σπαράζει·
κ’ ἐνῶ τρομάρας σύγκρυο βαθιὰ τὸ ἀναταράζει
δεμένο τὸ βασιλικὸ τοῦ κάκου στρέφει σῶμα.
Ἡ μπόρα δέρνει ἀνήμερα τοῦ Ὠκεανοῦ τὸ στρώμα,
στὰ κρουσταλλένια πόδια της πικρὸν ἀφρὸ ξεβράζει
καὶ μέσα ἐκείνη ἀπ’ τὰ κλειστὰ ματόκλαδα κοιτάζει
ἀκούραστο νἀνοιγοκλῇ τὸ γαλανό του στόμα.
Μὰ ξαφνικά, σὰν τὴ βροντὴ στὸν ἄφωτον αἰθέρα,
ἀκούει χλιμίντρισμα στεγνὸ νὰ ἀντιλαλάῃ ὡς πέρα
κι ἀνοίγει ὁ τρόμος διάπλατο τὸ ξαφνισμένο μάτι.
Βλέπει… μὲ πέταμα τρελλό, νά, ὁ Πήγασος σιμώνει·
φέρνει, ὀρθὸς στὰ πισινά, τοῦ Δία τὸ γυιὸ στὴν πλάτη
κ’ ἥσκιο γαλάζιο ὁλόμακρο στὴ θάλασσα ξαπλώνει.
111