Σελίδα:Σκαραβαίοι και Τερρακότες (1919).pdf/105

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.


Πῶς μᾶς πλανεύει τὸ ὄνειρο τῆς εὐτυχίας ξανὰ
σὰν νά ἦταν μιὰ φορὰ νὰ μᾶς γελάσῃ!
σὲ νέα ταξείδια μᾶς καλοῦν τὰ πλοῖα στὰ γαλανὰ
τὰ κύματα, ποῦ ὡς νά ἤπιαν φῶς κ’ ἔχουν χορτάσῃ.

Κι ἂν τὰ κρατοῦνε οἱ ἄγκυρες τ’ ἄρμενα ἐκεῖ στὴ γῆς
κι ἂν τὰ τιμόνια στὴ στεριὰ βγαλμένα,
κρυφὴ λαχτάρα ἐπέρασε τὰ βάθη μιᾶς ψυχῆς
κι ἀνατριχιάζουν τὰ φτερὰ τὰ διπλωμένα.

Κ’ ἦρθε κ’ ἐστάθη ἡ μιὰ ψυχὴ σ’ ἀπόψηλη κορφὴ
καὶ τὶς ζυγὲς φτερούγες δοκιμάζει,
ξεχνόντας ποῦ τὶς λάβωσε—ψυχή, πικρὴ ἀδερφή!
τ’ ἀστροπελέκι τὸ παλιὸ καὶ τὸ χαλάζι.

104