Σελίδα:Σκαραβαίοι και Τερρακότες (1919).pdf/104

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.


ΤΟ ΑΠΟΒΡΟΧΟ

Τη νύχτ’ ἀπόψε—ἡ θλίψη της μ’ ἀνάστησε ἡ τρανή,
τὴ θλίψη μας σὰ νά εἶχε μελετήσῃ—
τὴ νύχτ’ ἀπόψε ἀνοίξανε οἱ ἕβδομοι οὐρανοὶ
καὶ πόντισε νερὸ κατακλυσμὸς τὴ χτίση.

Στὰ σκοτεινὰ ἐξεχείλισαν τῶν θλίψεων οἱ πηγὲς
καὶ χύθηκαν οἱ κρατημένοι οἱ θρῆνοι
κ’ ἐλπίδα πιὰ δὲν ἔμεινε γιὰ νέες πάλι αὐγὲς
τὴ νύχτα, ποῦ εἶπες ἡ στερνὴ πῶς θά εἶχε μείνῃ.

Μὰ ἔδωκε καὶ ξημέρωσε ἡ ἀνέλπιστη ἡ αὐγὴ
καὶ στὴ δροσιὰ τοῦ ἀπόβροχου λουσμένη
σὰ θᾶμα νέο πεντοβολᾷ κι ἀναγαλλιάζ’ ἡ γῆ,
ὅσ’ ὁ χρυσὸς ὁ θρίαμβος τοῦ Ἥλιου προβαίνει.

Στὸ μυριοθορυβούμενο κ’ ἡλιόβολο γιαλὸ
οἱ ναῦτες τὰ πανιὰ τῶν πλοίων ἀνοίγουν
καὶ ἰδές! φαντάζουν τ’ ἄρμενα στὸ κῦμα τὸ ψηλὸ
πῶς πρίμα καρτεροῦνε τὸν καιρὸ νὰ φύγουν.

103