ΠΩΣ ΕΜΑΘΑ ΝΑ ΚΟΛΥΜΠΩ
— Εἶναι καιρὸς πειὰ νὰ μάθης κολύμπι...
Αὐτὰ μοὔλεγε καὶ μοῦ ξανάλεγε μ’ ὅλη τὴ χαριτωμένη ἀπερισκεψία τῶν σαρανταπέντε της χρονῶν, ἡ θείτσα Βαγγελούδα ὅπως τὴ φωνάζαμε, μιὰ ἀνύπαντρη ἐξαδέλφη τὴς μάνας μου.
Σωστὰ καὶ ἅγια τὰ λόγια της, ἐξὸν ἀπὸ κεῖνο τὸ «πειὰ» τὴς στερεότυπης φράσης της, ποὺ δὲν εἶχε καθόλου τὸν τόπο του στὴν κουβέντα, γιὰ τὸν λόγο πῶς τότε δὲν θάμουνα παραπάνω ἀπὸ ἕξη χρονῶ.
Καὶ μ’ ὅλα ταῦτα, ὅσο ἀπίστευτο κι’ ἄν φαίνεται τὸ πρᾶγμα, εἶχα τὴν ἰδέα πῶς μιὰ φορὰ τὸ χρόνο, ἀπὸ τότε ποὺ θὰ εἶχα γεννηθεῖ, τ’ ἄκουα ταχτικὰ αὐτὸ τὸ «νὰ μάθης πειὰ κολύμπι» δηλαδὴ κάθε καλοκαῖρι, ὅταν μ’ ἄλλα λόγια ἡ ἐξαδέλφη τὴς μάνας μου κατέβαινε ἀπ’ τὸ ἐσωτερικὸ τῆς Μακεδονίας γιὰ δυὸ τρεῖς μῆνες νὰ μᾶς ἰδῆ καί, μιὰ ποῦ εἴχαμε τὴ θάλασσα στὴν αὐλή, νὰ κάνη καὶ τὰ τριάντα της μπανάκια, ποὺ κατὰ τὴ συνήθειά της διπλασιάζονταν καὶ ἐτριπλασιάζονταν.
Γιατὶ ἡ θεία μου εἶχε τὴν λατρεία τοῦ θαλασσινοῦ νεροῦ, τοῦ ὡραίου μαβιοῦ νεροῦ, ποὺ τὴς χάριζε τὸν ἀπέραντο παλμὸ τῶν πλατειῶν ὠκεανῶν, τὸν παλμὸ κάθε θάλασσας, κάθε πελάου κι’ ὅλης μαζὶ τὴς οἰκουμένης...
Σὰν ἔφτανε ἀπ’ τὸ τραῖνο σπίτι μας, προτοῦ ἀκόμα σβύση ἡ ἴδια λαχτάρα ποὺ τὴν ἔκανε νὰ μᾶς ἁρπάξη καὶ νὰ μᾶς σφίγγη ἀχόρταγα στὴν ἀγκαλιά της, ἔτρεχε γραμμὴ στὴν κουζίνα κι’ ἀπὸ ἐκεῖ βρισκόνταν μ’ ἕνα πήδημα στὴν αὐλή, καί, νάτην μπροστὰ στὸ γιαλό... Κι’ ἀφοῦ μὲ τὰ πολλὰ χόρταινε πειά, γυρνῶντας κατὰ μέ, μοῦ πέταγε, χωρὶς νὰ σκεφθῆ πῶς στὸ μεταξὺ εἶχε μεσολαβήση χειμῶνας, τὴν καθιερωμένη ἀπερίσκεφτή της φράσι...
Τὴν ἀγαποῦσα κι’ ἐγώ τὴ θάλασσα μὲ παιδιάστικον ἐνθουσιασμό, ἴσως ὄχι ὅλως διόλου ἀπηλλαγμένον κάποιας λαιμαργίας γιὰ τὰ ὡραῖα της μύδια, στρείδια καί, ἴσως πολὺ περισσότερο γιὰ τὰ καβούρια, τὰ χτενάκια, τὶς δυσπερίγραπτες πίνες καί, πρὸ πάντων, γιὰ τοὺς ἀχινούς της... Θεέ μου! τοὺς ἀχινούς Χώρια ὅμως ἀπὸ δαῦτα, τρελλαινόμουν νὰ ξαπλώνουμαι ὁλόγυμνος πάνω στὴν ἥσυχη ἀκρογιαλιά, μὲ τὸν κοσκινισμένο ἀπ’ τὶς μανίες τοῦ Κυρίου χλιαρὸ ἄμμο καὶ νὰ δέχουμαι στὸ πρόσωπο, τὸ κατά-