Σελίδα:Ο μεγάλος ίσκιος.djvu/3

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

Σε λίγο, στὸ φιλντισένιο προσωπάκι τῆς ἄρρωστης χύθηκε μιὰν ἀχνὴ ἔκφραση χαρᾶς: μὲς στὸ τζάμι καθρεφτιζόταν ἡ ζωὴ τοῦ δρόμου, ἀχνὴ κι αὐτή, παραμορφωμένη λίγο ἀπ’ τίς τρεμουλιάρικες γραμμὲς ποὺ ἔσπαζαν καὶ ξαναδένουνταν μὲς στὸ πρόστυχο γυαλὶ τοῦ παραθυρόφυλλου ποὺ σάλευε πότε—πότε. Νὰ ὁ ἐμποράκος τῆς γειτονιᾶ, πρῶτα εἶχε τίς μόστρες του φορτωμένες σ’ ἕνα γαϊδουράκι καὶ διαλαλοῦσε τίς πραμάτειες του μὲ τὴ δυνατὴ του φωνή. Τώρα τίς φορτώθηκε μόνος του κ’ ἔχει μάλιστα καὶ τ’ ἀριστερό του χέρι τεντωμένο σὰν ξύλο κι ἀπὸ κεῖ κρέμεται τὸ «ἀμερικάνικο πανί, μιάμιση πήχη τὸ φάρδος, ἑξήμιση δραχμὲς ὁ πῆχυς... » Θαρεῖς πὼς ἡ φωνή του βγαίνει τώρ’ ἀπὸ σπασμένο καλάμι. Εἶχε, λέει, μιὰ κόρη καὶ τοῦ πέθανε, πούλησε καὶ τὸ γαϊδουράκι του...

Νά, τώρα στὸ γωνιακὸ σπιτάκι στὴν πόρτα, εἶναι μάζωξη. Ἐκεῖ μέσα κάθεται μιὰ χαρτορίχτρα μισόγρια, μισόκουφη· δὲν τὴν ἀφήνουν ποτὲ σὲ ἡσυχία. Τώρα στέκεται μὲ τὸ μπαστουνάκι της στὸ πεζοδρόμιο καὶ ξεφωνίζει: —Εἶμαι κυρία ὅπως πρέπει! Ἔχω υἱὸν ἠθοποιόν! —Οὔστ, οὔστ, μουστόγρια! τῆς φωνάζουν τὰ παιδιά. —Τώρα θὰ φέρω ἀμέσως τὸ χωροφύλακα, νὰ σᾶς δείξω ἐγὼ ποιὰ εἶμαι... Δημητρόπουλος: μάρτυρας, —δείχνει κάποιον ποὺ χαζεύει, Θεοδώρου: μάρτυρας! Μάλιστα!.. ὑπέβαλα μήνυση... ἔννοια σας!.. θὰ σᾶς δείξω ἐγὼ ποιὰ εἶμαι!.. Καὶ παίρνει δρόμο. Νάτηνε: τόκ, τόκ, τὸ μπαστουνάκι της— καὶ δὲν εἶναι πολὺ πιὸ ψηλὴ ἀπὸ δαῦτο—πάει βιαστικὴ κουτσαίνοντας· κάτω ἀπ’ τὴ μασκάλη της σφίγκει ἕνα πακετάκι, τυλιγμένο σὲ παλιοεφημερίδα· κι ὥς τόσο, ἀλήθεια, ἔχει κάτι ἀρχοντικὸ ἀπάνω της. Οὕτε γυρίζει πίσω της νὰ δῇ κι ὅλο παραμιλάει. Ἀπόκοντα ἡ μαρίδα ἀλαλάζει.

Ἄξαφνα τὰ μάτια τῆς Γιασεμῆς θολώνουν.

— Τί ἔχεις; ρωτᾷ ἡ μητέρα.

— Τὰ παιδιὰ πετᾶνε πέτρες στὴν κυρὰ—Πολυξένη.

Ἡ μητέρα σκύβει ἀπὸ τὸ παράθυρο, μαλλώνει τοὺς μάγκες.

— Ἔννοια σου, Γιασεμή μου, ἡ κυρὰ Πολυξένη οὔτε φαίνεται. Θέλεις νὰ κλείσω τὰ παντζούρια νὰ ἡσυχάσης;

— Ναί. Θὰ πιῶ καὶ τὸ γάλα μου.

Τώρα ἡ καμαρούλα εἶναι μισοσκόταδη καὶ ἥσυχη. Νὰ πάλι οἱ λοξοὶ τοῖχοι, ἡ κανελλιὰ γραμμή, τὰ γαλαζοκόκκιν’ ἀνθάκια... Μπᾶ!.. κάτω ἀπὸ τὸ μπαγδατί, καθὼς οἱ μισόκλειστες γρίλλιες στέλνουν ψηλὰ τὸ μεσημεριάτικο φῶς, σχηματίζεται ἕνα φωτερὸ διάζωμα γύρω—γύρω, ἐνῷ ἀπὸ κεῖ καὶ κάτου οἱ τοῖχοι εἶναι μισοσκότεινοι. Τί