νουν γρήγορα, τὰ κλειστὰ κουφώνονται κι ἀπὸ μέσα κρυφοκοιτάζουν μάτια τρομαγμένα... τὸν κακομοίρη τὸ Μῆτσο... μὲ 39 πυρετό, σηκώθηκε νὰ πάῃ στὸ μαγαζί, νὰ μὴ μείνῃ κλειστὸ... μόλις μπῆκε μέσα, ἔπεσε χάμω ξερός· ὅσο νὰν τόνε πᾶνε σπίτι του, ξεψύχησε.
Ἡ μητέρα της ποὺ εἶχε μπῆ πατώντας στὰ νύχια, τὴν κοίταξε λίγες στιγμὲς καὶ τρόμαξε. «Μήπως ἀγγελοφοριέται; » Τὴ ρώτησε λοιπὸν σιγὰ —σιγά, μὲ τὴν ψυχὴ στὰ δόντια:
— Κοιμᾶσαι;
Ἐγύρισε μόνο τὰ μεγαλωμὲν’ ἀπ’ τὴν ἀρρώστεια μάτια της καὶ εἶπε κ’ ἐκείνη σιγά:
— Ὄχι.
— Σοῦ ἔφερα γάλα... θέλεις;
— Ὄχι, ξανάπε· κάνει ζέστη.
Ἡ μητέρ’ ἀκουμπᾷ τὴν τσάσκα μὲ προσοχὴ στὸ τραπεζάκι, προχωρεῖ πολὺ ἀλαφρά, παραμερίζει τοὺς μπερντέδες, κι ἀνοίγει τὸ παράθυρο ποὺ εἶναι δίπλα στὸ κρεββάτι, πάρα πέρα...
Ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας χύθηκε μὲς στὴ στενὴ καμαρούλα φέρνοντας τὴν ἀνακατεμένη βουὴ τῶν μακρινῶν δρόμων, καμωμένη ἀπὸ ἀντίλαλους πραγμάτων, ἀπὸ φωνὲς καὶ γέλια ἀνθρώπων, ἢ ποιὸς ξέρει ἀπὸ τί θρήνους καὶ ὀδυρμοὺς πονεμένων ψυχῶν.
Ἡ Γιασεμὴ πῆρε μιὰ βαθειὰ ἀναπνοή, ἔσιαξε τὸ σεντόνι κάτω ἀπὸ τὸ σαγόνι της, ἔκανε νὰ γυρίσῃ...
— Μαμά, γύρισέ με...
Ἡ μητέρα τὴν ἔπιασε ὅπως θἄπιανε ἕνα φαρφουρένιο βαζάκι καὶ τὴ γύρισε κατὰ τὸ παράθυρο.
— Θέλεις ν’ ἀνακαθήσῃς;
— Ὄχι, ἔμουρμούρισε στηλώνοντας τὰ μάτια στὸ κάτω τζάμι τοῦ ἀνοιχτοῦ παραθυρόφυλλου.
«Ὄχι;» — ὄχι· «ναί;» — ναί· ἡ μητέρα δὲν ἔφερνε ποτὲ ἀντίσταση. «Μὴν τὴ στενοχωρᾶτε», εἶχε πῆ ὁ γιατρός, «ἀφῆστε την νὰ κάνῃ ὅ,τι θέλει... Κ’ ἔπειτα ἡ φύσις καὶ ἡ νεότης κάνουν θαύματα». Καὶ τότε ἡ μητέρα — εἶναι τώρα τρεῖς μέρες — καθὼς ἔμεινε μόνη, κλείστηκε στὴν κουζίνα καὶ ὅση ὥρα ἔκανε τίς χοντροδουλειές της, τὰ μάτια της πήγαιναν ποτάμι. Τὰ μάτια της πήγαιναν ποτάμι κι ὁ νοῦς της δερνόταν ἄθελά του καὶ μοιρολογοῦσε...
Νἄχα τὸ στῆθος μάρμαρο καὶ τὴν καρδιὰ κουδούνι.
Γιὰ νὰ βαράω τὸ μάρμαρο νὰ τρίζῃ τὸ κουδούνι...
Νἄρχουνται μάτια θλιβερά...