Κι’ ἴσως οἱ στίχοι πιὸ ἀργὰ τῆς μόδας καταντήσουν,
καὶ ἴσως οἱ Πανέλληνες φυτρώσουν στιχουργοί,
καὶ τίποτε παράξενο μὲ στίχους νὰ ’μιλήσουν
κι’ ὁ Βασιλεὺς κι’ οἱ βουλευταὶ καὶ οἱ Πρωθυπουργοί.
λοιπὸν ’στοὺς στίχους πέσετε, γυναῖκες, ἄνδρες, ὅλοι·
κι’ ἔτσι μὲ στίχων τάγματα πιστεύω ὁλοΐσια
νὰ πᾶμε καββαλάριδες ’στὴν ξακουσμένη Πόλι.
Ἀδελφὲ Χατζαϊβάτη, ξέρεις τίποτε καινούρια;
Ἔφυγαν οἱ βουλευτάδες...
Νὰ χαθοῦνε τὰ γαϊδούρια.
Φεύγει καὶ ὁ Καλλιγᾶς μας καὶ πηγαίνει ’στὸ Παρίσι.
Ἂν μᾶς φέρῃ κι’ ἄλλους φόρους, νὰ μὴ σώσῃ νὰ γυρίσῃ.
Ὑπουργὸς μᾶς ’βγῆκε τώρα κι’ ὁ Κοντόσταυλος ’στὴ μέση
Μὰ κι’ αὐτὸς θαρρῶ πὼς κάνει γιὰ τὸ διάβολο πεσκέσι.
Κι’ ὁ μισὲ Σκουλούδης πρέσβυς μᾶς πηγαίνει ’στὴ Μαδρίτη.
’Στὰ γερὰ οἱ Τραπεζίταις μᾶς ἐμπήκανε ’στὴ μύτη.
Μὰ καὶ τὸ βουλευτιλίκι, ὅπως λένε, δὲν τὸ χάνει.
Ἀδελφὲ Χατζαϊβάτη, ὁ παρᾶς καὶ τί δὲν κάνει.
Ὅπως πᾷν οἱ Τραπεζίταις, θὰ γενοῦν καὶ βασιλῃάδες.
Βρὲ καὶ τοῦτο θὰ τὸ κάνουν, ἂν δὲν ἦναι μπουταλάδες.
Θὲ νἀρθῇ κι’ ὁ ἡγεμόνας τῶν Βουλγάρων ’στὴν Ἀθήνα.
Γιὰ νὰ ’πῇ τοῦ βασιλῃᾶ μας τ’ ἀπ’ αὐτὰ καὶ τ’ ἀπὸ ’κεῖνα.
Μέ ’μᾶς ἄκουσα πὼς φίλοι θὲ νὰ γίνουν οἱ Βουλγάροι.
Συμπεθέροι μὲ τοὺς Ρούσσους, μὲ τοὺς Τσούσηδες κουμπάροι.
Καὶ δὲν ξέρεις τί τερτίπια ποὺ σοῦ ἔχουν ᾑ Βουλγάραις.
Ἀμ’ τῇς ξέρω, βρὲ ψυχή μου... εἶναι ὅλαις μπαρμπουνάραις.
Μὰ θαρρῶ καὶ τῆς Περσίας πὼς μᾶς ἔρχεται ὁ Σάχης.
Βρὲ ποὺ τὄμαθες καὶ τοῦτο;... μπά! ποὺ κακὸ χρόνο νἄχῃς.
Ἀμμ’ βρὲ μποῦφο, δὲν διαβάζεις ποῦ καὶ ποῦ ἐφημερίδες;
Μὰ πιὰ πρώτη νὰ διαβάσω ποὺ ’πληθύναν σὰν ἀκρίδες;
Βγάζουμε κι’ ἐμεῖς καμμία γιὰ τῇς ἐκλογαῖς, βρὲ κοῦκο;
Οὔμ! ἀπ’ ὅλους τοὺς Δημάρχους θὰ βαρέσουμε τραμποῦκο.
Εἶδες μιὰ ἐφημερίδα τοῦ Πετιμεζᾶ καινούρια;
Ἀπὸ ποῦ μᾶς ξεφυτρώνουν μές ’στὴ μέση σὰν ἀγγούρια!
Γράφει πὼς τὸ Σύνταγμά μας θέλει διόρθωσι μεγάλη.
Πρῶτα πρέπει νὰ διορθώσουν τὸ ξερό τους τὸ κεφάλι.
Μωρὲ γειά σου Καραγκιόζης... συμφωνῶ κι’ ἐγὼ μέ τοῦτο.
Ἀπὸ πάνω ἕως κάτω πρέπει βούρδουλας καὶ κνοῦτο.
Μωρὲ γειά σου, ἀδελφέ μου...
Ξέρεις τίποτ’ ἄλλα νέα;
Δέκα δέκα τοὺς θερίζει ἡ Βλογιὰ εἰς τὸν Περαία.
Κἄπου διάβασα νομίζω πὼς κι’ ἐδῶ ἐξαναφάνη.
Ἀπ’ ἐδῶ ὡς τὸν Περαία τὸν περίπατό της κάνει.
Ἀμμ’ πῶς πᾷν κι’ οἱ λωποδύταις;
Κάνουνε μεγάλο γύρο.
Κι’ οἱ γενναῖοι μας κλητῆρες;
’Μέρα νύκτα τέρτσο-τίρο.