Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
67

«Ἀλλʾ ὅταν ἄφθονος ἐπιρρεύσῃ
ἐν τῇ ψυχῇ μας ἡ συμφορά,
καθεὶς ἀγόνως θὰ συμβουλεύσῃ.
Ὁ νοῦς τὸ ἴδιον καθορᾷ.
Κʾ ἐγὼ μὲν τώρα δὲν θὰ θρηνήσω·
ἀλλʾ ὅμως, πάτερ, θὰ σʾ ἐκδικήσω.
Τρέμετε κύνες! Πᾶς ἐναντίος
ἐδὼ θὰ πέσῃ κατακοπείς.»
Καὶ ξιφουλκήσας ὥρμησʾ ἀγρίως,
ἴσα μὲ φλόγα τῆς ἀστραπῆς.

Ἀλλά, τῆς κόμης του δραξαμένη,
τὸν ἀνεχαίτισεν ἡ Παλλάς,
καί, κατʾ ὀλίγον ὀργιζομένη,
τρέπει τοὺς λόγους εἰς ἀπειλάς.
«Θνητός, τῷ εἶπε, τοῖς ἀθανάτοις
ἀλόγους φρένας πῶς ἀντιτάττεις;
Ἀφοῦ τὸ θεῖον οὕτω προκρίνει
νὰ κλίνῃς πρέπει τὴν κεφαλήν.»
Ἐστάθʾ ἐκεῖνος· τὸ ξίφος κλίνει
κʾ ἐπαναστρέφει μὲ συστολήν.