Σελίδα:Ομιλίες σε φίλους κι' αγνώστους, Δρίβας, Αλεξανδρινή Τέχνη, τ.10-11 Χρονιά Γ΄ (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1929).djvu/3

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

ώνια αὐγή! Ἀπάνωθέ του λάμπει τὸ παρθένο, τὸ μενεξεδένιο φῶς! Δὲν τὸ βαραίνει ἡ σκέψη, ἡ δολοφόνα σκέψη τὴς ζωῆς! Κακοῦργοι ἐμεῖς, ἐσβύσαμε μὲ τὴ δειλὴ τὴ σκέψη τὴν ἐξαγνιστική του λάμψη Κι’ ἔτσι, παράφρονες καὶ σὰν ζητιάνοι ἀπομείναμε στὸν ἀφώτιστο δρόμο κυνηγώντας στὰ χαμένα

Σἂν τὶ μπορεῖ νὰ βροῦμε αὑτοῦ, ἂν ὄχι σκιές, μισὰ λόγια, λόγια σκληρὰ καὶ τιποτένια, λόγια χωρὶς οἰκτειρμό; Ἐνῶ ἐσύ, ἀκέριο καθώς εἶσαι, ζεῖς γαλήνιο κι’ εὐτυχισμένο, μέσ’ στὴ φαντασία, στὸ πλούσιο βασίλειό της, κάτ’ ἀπὸ τὴ γόνιμη κι’ ἁγνιστικὴ σκιὰ τῆς μαγικῆς Νεράϊδας! Ἡ φαντασία βασιλεύει στὴ ριγηλὴ ψυχή σου φλογίζοντας τὸ ἀπαλό σου στῆθος. Ἡ φλόγα της ὡραΐζει τὶς μέρες σου — ποιὸς δὲ θἄθελε νἄνε κοντά σου;

Ζεῖς μέσ’ στὸ παραμύθι, στὴν ἀλήθεια — νά! ἡ εὐτυχία σου. Ἐνῶ ἐμεῖς, μὲ τὴ λογικὴ (πὲς διαστροφὴ) στὸ βοῦρκο καὶ στὴν ἀποβλάκωση Εἴμαστε τὸ ψέμμα, ἡ διαστροφή, ἡ κακία, τὸ γήϊνο πάθος, τὸ βλοσυρὸ καὶ ὕπουλο ζῶο· κι’ ἐσὺ τὸ ὄνειρο, τὸ ἄρωμα, τὸ ἀσύληττο χρῶμα τ’ οὐρανοῦ, ἡ ἁρμονία, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ φλόγα. Σἂν καὶ δαὔτηνε, στὰ φαιδρὰ ὁράματά σου, λυώνεις τὸ θλιμμένο κόσμο — κι’ ἀπ’ τὴ στάχτη του βγάζεις τὸ παραμύθι ποὺ γοητεύει τὶς πικρὲς ψυχές!...

Ἕνα μὲ τὴν ἐξωτικὴ φωνὴ τοῦ πουλιοῦ ποῦ ζεῖ μέσ’ στὰ παρθένα δάση, ἕνα μὲ τὴ φωνὴ τὴ μυστικὴ τοῦ δάσους, μὲ τὸ σιγαληνὸ μουρμούρισμα τοῦ δάσους, ποὺ ἐστέγασε γιὰ αἰῶνες τὸν πρῶτον ἄνθρωπο, τὸν κοινὸ πατέρα μας — σὲ νιώθω πάντα, καὶ σ’ ἀκούω, παιδί, δροσιὰ τὴς ζωῆς, αἰώνιο ὄνειρο, ἄρωμα τῶν ἐφήμερων λογισμῶν μας!

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΔΡΙΒΑΣ