Σελίδα:Ομιλίες σε φίλους κι' αγνώστους, Δρίβας, Αλεξανδρινή Τέχνη, τ.10-11 Χρονιά Γ΄ (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1929).djvu/2

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

Παῖζε, ἀμέριμνο, μὲ τὸν ἀφρὸ τὴς θάλασσας, τὸν ἀσύλληπτο, μὲ τὴν ἄμμο, μὲ τὴ γαλάζιαν ἀχιβάδα σου, ἐδῶ, στὸ ρόδινο ἀκρογιάλι ποὺ σὲ φέραν οἱ γονεῖς — ἡ Μοίρα κι’ ἕνας Ἔρως — κι’ ἀγνόει τὴν παραφορά τοῦ κόσμου τούτου. Ὁ κόσμος! Τὶ σὲ μέλλει γιὰ τὸν κόσμο, Μὴ τόνε γνωρίσεις. Εἶνε κακός, ἀφόρητα κακός. Δὲ φταίει! Τὸ χρῆμα, ἡ σκληρή του ἔγνοια, τὸν κάνει τέτοιον· ἕνα κτῆνος. Πῶς θἄθελε κι’ αὐτὸς νὰ ἔμενε ἔως τὸ τέρμα τοῦ γήϊνου δρόμου του, σἄν καὶ σένα! σἄν καὶ σένα!

Ἕνα μὲ τὴν ἀέναη μουσικὴ τοῦ μεγάλου κόσμου ποὺ εἶσαι, κοίμιζε τὰ ὄνειρά σου, καὶ ἀναπαύου στὶς σκιὲς τῶν παραμυθιῶν. Πόσο ἀνόητοι εἴμαστε κοντά σου! Τὶ ξέρουμε ἐμεῖς οἱ μεγάλοι νὰ σοῦ ποῦμε; «Λέξεις», «λέξεις», «λέξεις», εἶπε ὁ μεγάλος ἄνθρωπος καὶ ποιητὴς τὴς ζωῆς. Ἐνῶ ἐσὺ εἶσαι κάτι πολὺ περισσότερο! Εἶσαι ἡ δροσιὰ ποὺ ἀνασταίνει, ἡ φεγγαρίσια δροσιὰ στὶς ἀγιασμένες νύχτες! Μὴ καταστρέφεις τὸ μόνο ποὺ ἀξίζει, ἐδῶ στὸ μαῦρο κόσμο!

Ἕνα μὲ τὸ λαμπερὸ ἀστέρι τὴς αὐγὴς, ἕνα μὲ τὴ φωνὴ τὴ δροσερὴ τοῦ δάσους, ἕνα μὲ τὴ δροσιὰ τοῦ ἄλικου ρόδου, ἕνα μὲ τὴ δροσιὰ τὴς ἄνοιξης, ἕνα μὲ τὴ γαλάζια ὀμορφιὰ τοῦ Ἀπριλιάτικου οὐρανοῦ — σὲ φέρνω πάντα μέσ’ στὸ νοῦ μου, σὲ λατρεύω, σὲ ἀποθεώνω, παιδί, ἄρωμα τοῦ κόσμου τούτου¡ Δακρύζω, κάθε ποὺ θὰ βρῶ τὰ βήματά σου — ἄχ! τὶ δὲν μοῦ θυμίζεις; Φαιδρὰ τριανταφυλλένια σύννεφα μέσ’ στὸν οὐρανό σου. Εἶμαι ὁ ἄφωνος προσκυνητής σου.

Τὶ εἶνε οἱ σκέψεις τοῦ σοφοῦ, οἱ γιομάτες κακία κι’ ἐγωϊσμό, ἡ μεγαλοστομία τοῦ μορφωμένου, ἡ ἀλήθεια τοῦ δασκάλου, ἡ ρητορεία τοῦ πολιτικοῦ, ἡ κούφια δράση τοῦ ἐμπόρου, τὰ σχέδια τοῦ μάταιου ἀνθρώπου, μπρὸς στὴ δική σου δροσερότητα, μπρὸς στὴ δική σου φύση; Ἐπέστρεφε διαρκῶς στὴν πρώτη σου φωνή: διατήρει τὴν ἁγνότητα τὴς παιδικότητάς σου. Μὴν ἀκοῦς τὰ πλάνα λόγια. Χρυσὸ εἶνε τὸ βασίλειό σου, ὅμοια μ’ ἐκεῖνο τὸ ἀτίμητο, τοῦ ποιητῆ.

Μαζὶ δένεται ἕνα σύνολο τόσο ἐκφραστικὸ καὶ τόσο τέλειο, ποῦ ἐμεῖς οἱ ταπεινοὶ κι’ ἀνόητοι ἐργάτες γονατίζουμε καὶ ἀποροῦμε ’μπρός του.

Τὶ ξέρουμε πιὰ ἐμεῖς ἀπὸ ὄνειρα καὶ φαντασίες, ἀπὸ εἰκόνες μαγευτικές; Τὸ δικό σου μέτωπο τὸ φωτίζει αἰ-