TOY ΑΡΙΣΤΟΥ ΚΑΜΠΑΝΗ
Καταμεσὶς ἀνέμου ἡ τρεχαντήρα,
Μὲ τὰ πανιά της, τόξα τεντωμένα,
Τοῦ διακιοῦ τὴ στερνὴν ἐπῆρε γύρα
Στὰ γαλανὰ βουνὰ τὰ γυμνωμένα —
Κι’ ὁ αἰθεροδρόμος βόγγος ποῦ ἐπλημμύρα,
Στὰ ξάρτια, στὰ πρυμνήσια, στὴν ἀντέννα,
— Δελφίνια ἐπαρατρέχανε ὁλοένα —
Τὴν ἔκρουε μὲς στὸ κῦμα, ὁλόρτη λύρα!
Δίκοπη σπάθα ἐξέσκιζε ἡ καρήνα
Κι’ ὁ ἀφρὸς στὴν πρύμνα, χώριος σὲ δυὸ κρῖνα,
Τῶν σταλιῶν ἀνατίναζε τὸ σεῖστρο,
Σὰ μ’ ἕνα «λάσκα»! — ὁ ἥλιος ’μεσουράνει —
Στῶν Σαλώνων ἐμπῆκε τὸ λιμάνι,
Μὲ τὸν καταμεσήμερο μαΐστρο!
Τῶν φτερῶν τὴ λαχτάρα τὴν ἀκράτη,
Στὰ ξένα πρωτογνώρισα, στὴ Ρώμη·
Ὢ βύθισμα, στῆς αὔρας τὴν ἀφράτη
Βοή, ἱεροὶ τῆς λευτεριᾶς μου δρόμοι!
Ποτὲ ἡ καρδιὰ δὲν ἤτανε γεμάτη —
Καὶ τὴν καρδιὰ μοῦ τὴ γιομίζει ἀκόμη,
Π’ ὤκραξα ξάφνου ἀπ’ τὴν κορφή της· «Νά τη,
Ἡ Ἑλλάδα, τῆς χαρᾶς τὸ σταυροδρόμι!
Ἐκεῖ φέρε με, ἐκεῖ· στὰ φωτονήσια,
Κυβέρνα τὴν Ὁρμὴ τὴν Ἐλυμπίσια,
Σύντροφε, στὸ διαμάντι τῆς ἡμέρας·
Μονοχέρι, σαΐτα κι’ ὁλοΐσα,
Κεῖ, ποῦ τὰ πρῶτα γέλια μου ἀναβρύσα!».
— Μὰ τὰ λόγια, μοῦ θέριζεν, ὁ ἀγέρας. —
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ