Σελίδα:Νέα Ζωή Τεύχος 37 (α).djvu/6

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.


ψυχή του νὰ ἰδῇ τὰ κόκκαλα τοῦ παιδίου καὶ τὸ κρανίον του προτιθέμενον ἐντὸς κανίστρου εἰς τὸν ἐνοριακὸν ναὸν, καὶ διὰ τοῦτο μας εἶχε στείλῃ εἰς τὸ βουνὸν, διὰ νὰ τελέσωμεν τὰ τῆς ἀνακομιδῆς κρυφὰ καὶ ἐν παραβύστῳ, εἰς τὴν ἔρημον μοναξίαν.

Καὶ τὸ πρωΐ, ὅταν ἐψήλωσεν ὡς μίαν καλαμιὰν ὁ ἥλιος, ὁ Σαψώνης, ὁ σκύλος τοῦ Σταμάτη ὁ ἀδέσποτος, ἠκολούθησε τὴν καλογραῖαν ἐπάνω εἰς τ’ Ἁλῶνι, εἰς τὸ Κοιμητήρι τοῦ παλαιοῦ μονυδρίου, καὶ καθὼς ἐκείνη ἐκένωνε τὸν σάκκον μέσα εἰς τὸ ὀστεοφυλάκιον, ὁ γηραιὸς σκύλος ἀνωρθοῦτο, κ’ ἐστηλώνετο πρὸς τὸν τοῖχον τοῦ μικροῦ κτιρίου, κ’ ἐξέπεμπε γογγυσμοὺς συνεσταλμένης ἐπιθυμίας, ὡς νὰ ἤθελε νὰ εἴπῃ· «Κρῖμα, τόσα κόκκαλα».

Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ


ΑΤΤIΚΑΙ ΝΥΚΤΕΣ

Ἡ καθυστέρησις τοῦ ὕπνου. — Ἀϋπνίας αἴτια. — Μέσα ἀμύνης. — Ἡ ζωὴ τῶν κέντρων. —
Νύχτες θεριναὶ καὶ νύχτες ἀτέρμονες. — Τὸ τελευταῖον σκότος. — Ἀκοῆς ἐγρήγορσις.—
Οἱ κρότοι τοῦ δωματίου. — Ἡ σιγή. — Ψυχολογία βημάτων. — Ὁ ἀστυφύλαξ. — Οἱ
κακοποιοί. — Ἱστορίαι λωποδυτῶν. — Ὁ θησαυρὸς τοῦ ποιητοῦ. — Εὐφυὲς
τέχνασμα. — Συγκέντρωσις σκέψεως. — Τὸ βιβλίον — Ὁ πρωθυπουργὸς
καὶ τὸ μυθιστόρημα.—Χρόνου πάροδος.—Ἡ διάρκεια των ὀνείρων.—
Ἡ ἔκπτωσις τοῦ μοναχοῦ. —Πῶς παρέρχονται οἱ αἰῶνες. — Τὸ
ἆσμα τῆς Σαπφοῦς. — Τό σαλέπι. — Ἡ μουσικὴ. — Κῶμοι
καὶ κωμασταί. — Πρόδρομοι εξεγέρσεως. — Αἱ πρῶται
φωναί. — Ὁ κώδων. — Ἠὼς μυθολογικὴ καὶ ἠὼς
ἀστική.—Καιρὸς ὕπνου.—Αἱ Ἀττικαὶ νύκτες.

Εὑρίσκεσαι ἐξηπλωμένος εἰς τὴν κλίνην σου, ταλαίπωρε θνητὲ καὶ περιμένεις τὸν ὕπνον νὰ ἔλθῃ καὶ κλείσῃ ἡσύχως τὰ βλέφαρά σου καὶ προσδοκᾷς τὸν Μορφέα, ὅστις θὰ σὲ μεταφέρῃ εἰς τὰ φανταστικά του βασίλεια, ὅπου θὰ λησμονήσῃς ἐπὶ μερικὰς ὥρας τοὺς μόχθους καὶ τὰς ἀηδίας τῆς πραγματικῆς ζωῆς. Ἀλλ’ ὁ ὕπνος δὲν ἔρχεται, πλανώμενος ἴσως ἀκόμη μεταξὺ τῶν ἑδωλίων τῆς συνεδριαζούσης Βουλῆς καὶ ὁ Μορφεὺς καθυστερεῖ, ἀπησχολημένος νὰ τροφοδοτῇ ἄλλους εὐδαιμονεστέρους θνητοὺς, τοὺς ποιητὰς, τοὺς ἐπιχειρηματίας, τοὺς κατόχους γραμματίων τοῦ λαχείου μὲ ὄνειρα παντοδαπὰ πλούτου καὶ εὐτυχίας. Συνέπεσε δὲ καὶ τὸ νευρικόν σου σύστημα νὰ διατελῇ ἐν ἐξεγέρσει, εἴτε διότι συνέβη νὰ συζητήσῃς ἐνωρὶς περὶ τῆς πολιτικῆς καταστάσεως ἢ περὶ τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος, εἴτε διότι ἔτυχε νὰ μάθῃς ὅτι ὁ δεῖνα ἐπιστήθιος φίλος σου σ’ ἐκακολόγησεν εἰς τρίτον καὶ σὲ διέβαλε μὲ ὅλον τὸ ἀνοικτίρμον θάρρος τοῦ φιλικοῦ ἐνδιαφέροντος, εἴτε καὶ διότι ἐὰν δὲν ἐνοχλοῦν σκέψεις τὸ πνεῦμά σου, ἐνοχλοῦν ὅμως τὸ σῶμά σου οἱ ἀόρατοι ἔνοικοι τοῦ κοιτῶνός σου, οἱ μικροσκοπικοὶ ἀλλ’ ἀνηλεεῖς βασανισταὶ, οὓς ἡ θεία Πρόνοια παρενείρει ἐπίτηδες μεταξὺ τῶν παντοίων ἄλλων ταλαιπωριῶν τοῦ βίου, διὰ νὰ παράσχῃ εἰς τοὺς ἁμαρτωλοὺς κἄποιαν ἰδέαν περὶ τῶν ὑποχθονίων βασανιστηρίων. Μετὰ τὸν πρῶτον νυγμὸν τοῦ σκοτεινοῦ βρυκόλακος τῆς κλίνης σου, μετὰ τὸ πρῶτον αὔλημα καὶ τὸν πρῶτον κνισμὸν ἐκ τοῦ δήγματος τοῦ πτερωτοῦ δημίου σου, ἡ ἐλπὶς περὶ ἀναπαύσεως ὁριστικῶς φυγαδεύεται καὶ τὸ φάσμα τῆς ἀϋπνίας ὀρθοῦται γιγάντειον ἐνώπιόν σου. Ἐπιχειρεῖς πρὸς στιγμὴν ἀπεγνωσμένην κατ’ αὐτοῦ πάλην, καὶ προσπαθεῖς νὰ μεταχειρισθῇς τὰ μέσα ἅτινα μερικοὶ συμβουλεύουν ὡς ἀποτελεσματικὰ πρὸς