Σελίδα:Νέα Ζωή Τεύχος 37 (α).djvu/13

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

τοῦ βίου, περιφερομένου ἀπὸ βαθέος ὄρθρου πρὸς πώλησιν τῶν ἐφοδίων τοῦ πρωϊνοῦ ροφήματος. Ἔπειτα ὁ βρηχυθμὸς τοῦ φούστανελλοφόρου γαλατᾶ· ἀκολούθως τὸ κωδώνισμα τοῦ διερχομένου ποιμνίου τῶν αἰγῶν. Εἶνε τα προανακρούσματα τῆς μυριοφώνου συναυλίας, ἥτις θὰ ἐκραγῇ μετ’ ὀλίγον καὶ θὰ διασκορπισθῇ καθ’ ἅπασαν τὴν ἔκτασιν τῆς πόλεως, ὡς βόμβος τεραστίας κυψέλης, ὡς ἀπήχημα τῆς δράσεως ἑκατόγχειρος Βριάρεω, ὡς ἀναπνοὴ μυριοστόμου Τιτᾶνος. Πάντας δὲ τούτους τοὺς κρότους καὶ τοὺς θορύβους ἐπισφραγίζει μετ’ ἐπισημότητος ὁ ἦχος τοῦ κώδωνος—ὅταν ἡ ἡμέρα τύχη νὰ εἶνε ἑορτάσιμος - προερχόμενος ἀπὸ τοῦ γειτονικοῦ ἢ ἄλλου τινὸς ἀπομεμακρυσμένου ναοῦ. Διαχύνεται μὲ τόνους ἡμέρους καὶ γλυκεῖς εἰς τὴν ἥσυχον πρωϊνὴν ἀτμοσφαῖραν καὶ πάντοτε φθάνει εἰς τὴν ἀκοὴν πραϋντικὸς καὶ παρήγορος. Νομίζεις ὅτι ἐπαναλαμβάνει τοὺς Λατινικοὺς στίχους, τῆς ἐγκεχαραγμένους ἄλλοτε ἐπὶ τῶν κωδώνων τοῦ ναοῦ καὶ θαυμασίως ἀποδίδοντας τὸν ἔρρυθμον αὐτῶν κρότον.

Funera plango, fulgura frango, sabata pango,
Excito tentos, domino ventos, placo cruentos.

Ἰδοὺ ἀνέτειλεν ἡ Ἠώς. Καταλιποῦσα τὴν ὑγρὰν τοῦ Ὠκεανοῦ κοίτην ἐμφανίζεται ἡ ροδόπεπλος θεὰ ἐπὶ τῆς ἀκρωρείας τοῦ Ὑμηττοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἡμερόεσσα ἀνήρπασε τὸν Κέφαλον. Φεῦ! αἱ κλασικαὶ ἀναμνήσεις ὠχρίασαν σήμερον καὶ ἡ ἐπικοινωνία τῶν θνητῶν μετὰ τῶν ἀθανάτων κατηργήθη. Ἡ ἀρχαιοπρεπὴς μοῦσα τοῦ Καρδούτση οἰστρηλατουμένη ἐκ τῆς μυθολογικῆς ἀναμνήσεως ἀπέδωκε θαυμασίως εἰς τὰς «Νέας Βαρβάρους ᾨδὰς» αὐτοῦ τὴν εἰκόνα τῆς ἐπουρανίου ἐκείνης ἐρωτικῆς συναντήσεως.

Non tu scendesti, o dea; ma Cetalo attratto al tuo bacio
Salia per l’aure lieve, bello com un bel dio
.... Oh baci d’ una dea olezzanti fra la rugiada!
oh ambrosia dell’ amore nel giovinetto mondo!

Ἀλλ’ ἀπὸ τῆς μυθολογικῆς σκηνῆς ὁ μέγας ἰταλὸς ποιητὴς μεταπίπτει εἰς τὰς εἰκόνας τῆς πραγματικῆς ζωῆς τῆς σήμερον καὶ περιγράφει ὡς ἑξῆς τὴν πληκτικὴν ἠὼ τῶν πόλεων διὰ στίχων ἀρχαίου μέτρου, τῶν ὁποίων δὲν δύναται ν’ ἀποδοθῇ τὸ κάλλος ἐν τῇ ἑπομένῃ μεταφράσει.

« Ἀλλὰ τὸ ἡμέτερον γένος εἶνε κεκμηκὸς τώρα·
« Ἡ ὡραία σου ὄψις κατηφὴς ἀνατέλλει ἐπὶ τὰς πόλεις.
« Πνευστιῶσιν ἀμυδροὶ οἱ φανοὶ, ἐπιστρέφει εἰς τὴν κατοικίαν καὶ οὐδὲ κἄν σὲ ἀτενίζει
« Ὠχρός τις ὅμιλος, ὅστις νομίζει ὅτι διενυκτέρευσε διασκεδάζων.
« Ἀνοίγει κτυπῶν ὀργίλως ὁ ἐργάτης τὰ τρίζοντα τοῦ παραθύρου φύλλα.
« Καὶ καταρᾶται τὴν ἡμέραν, ἥτις ἐπαναφέρει τὴν δουλείαν.
« Μόνον ἴσως ἐραστής τις ὅστις ἀφῆκε παραδεδομένην ἠρέμα εἰς τὸν ὕπνον
« τὴν ἀγαπωμένην του, θερμὸν εἰσέτι ἔχων τὸ αἷμα ἐκ τῶν ἀσπασμῶν της,
« Πρόθυμος ἀντιμετωπίζει καὶ φαιδρὸς τὴν παγωμένην σου αὔραν καὶ τὸ πρόσωπον:
« — Φέρε με, λέγει, Ἠὼς, ἐπὶ τοῦ πυρίνου σου κέλητος.
« — Φέρε με εἰς τὰ πεδία τῶν ἀστέρων, ὁπόθεν νὰ ἴδω τὴν γῆν
« μειδιῶσαν ὅλην ὑπὸ τὸ ρόδινον φῶς σου.
« Καὶ νὰ ἴδω τὴν λατρευτήν μου πρὸ τοῦ ἀνατέλλοντος ἡλίου
« Ἔχουσαν τοὺς μελανοὺς βοστρύχους διεσπαρμένους ἐπὶ τοῦ δροσεροῦ κόλπου.

Καὶ ἐγένετο ἡμέρα. Καιρὸς νὰ κοιμηθῶ καὶ ἐγὼ μετὰ τόσην ἀγρυπνίαν, πιθανὸν δὲ καὶ οἱ ἀναγνῶσταί μου μετὰ τόσην φλυαρίαν.

Ὁ Αὖλος Γέλλιος, ρωμαῖος γραμματικὸς, συνέγραψε περίεργον καὶ ἀξιανάγνωστον βιβλίον ὑπὸ τὸν τίτλον «Ἀττικαὶ Νύκτες», περιέχον πλεῖστα ὅσα ἱστορικὰ, ἠθικὰ, φιλοσοφικὰ, κριτικὰ περὶ παντοίων πραγμάτων καὶ οὐδὲν περὶ τῶν ἀττικῶν νυκτῶν.

Πιστότερος ὁπωσοῦν εἰς τὸν τίτλον προσεπάθησα νὰ συνδέσω τὰς ἀσυναρτήτους ἐντυπώσεις μιᾶς νυκτὸς ἀϋπνίας εἰς τὸ ἀνωτέρω σύμφυρμα, δεύτερος καὶ ἐγὼ Γέλλιος.

Υ. Γ. Παρακαλῶ τοὺς στοιχειοθέτας νὰ προσέξουν εἰς τὴν ὀρθογραφίαν καὶ ἰδίως εἰς τὸν τονισμὸν τοῦ ἀνωτέρω ὀνόματος.

 Ἐν Ἀθήναις.

ΜΠΑΜΠΗΣ ΑΝΝΙΝΟΣ