Σελίδα:Μη χάνεσαι, τ.60, «Παππάς εις ωραία υδρευομένην», Γ. Άβλιχος.djvu/1

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
ΠΑΠΠΑΣ ΕΙΣ ΩΡΑΙΑΝ ΥΔΡΕΥΟΜΕΝΗΝ.

Sonetto

Ἄχ! ὁ Θεὸς κοπέλα μου τὸ ’ξέρει
Πῶς τὸ νερὸ ’ποῦ ’παίρνεις ἀπ’ τὴ βρύσι
Τὦχα κ’ ἐγὼ ἀνάγκη νὰ μοῦ σβύσῃ
Τὴ φλόγα ’ποῦ ’ς τὸν τάφο θὰ με φέρῃ!



Τα ῥάσα μου μὴν τὰ θωρῇς, —ν’ ἀφήσῃ
Δὲν δύναται κανεὶς ὅ,τι συμφέρει.
Δός μου νὰ πιῶ μὲ τ’ ἄσπρο σου τὸ χέρι
Κ’ ὅ,τι κι’ ἂν ἔχω πάρε γιὰ μπαξίσι.



Μὴ λὲς ὅπως ’μπορεῖ τοῦτο τὸ ῥάσο
Τὴ γλῶσσα νὰ μοῦ δέσῃ.... Σ’ ἀγαπάω,
Κι’ ἂν δὲν σοῦ τὸ πῶ φῶς μου, θενὰ σκάσω.



Ἄχ! ἄφησε (γιατί ἄλλο δὲ βαστάω)
Τὸ στῆθός σου μὲ σέβας νὰ πλησιάσω....
Τὸ φυλαχτό σου ν’ ἀσπασθῶ διψάω.

Ἐν Ἀργοστολίῳ.

Γεώργιος Γ. Ἄβλιχος.