Πᾶσαι αἱ κεφαλαὶ ἐστράφησαν καὶ ψίθυρος θαυμασμοῦ διέτρεξε τὰ θρανία τῶν πιστῶν:
— Ἡ καινούργια καμπάνα! ἡ καινούργια καμπάνα...
Θαῦμα ἆρά γε συνετελεῖτο; Ὁ Θεὸς εἶχε στείλῃ τὸν νέον κώδωνα διὰ τῶν ἀγγέλων του, ὅπως σώσῃ τὴν τιμὴν τοῦ εὐσπλάγχνου λειτουργοῦ του;
Ἢ μήπως ἡ Σχολαστικὴ εἶχε μεταβῇ νὰ ἐκμυστηρευθῇ τὴν στενοχωρίαν τοῦ γηραιοῦ κυρίου της εἰς τὰς δύο ἐκείνας κυρίας —τὰς δύο Ἀμερικανίδας, καλέ! —τὴν Σωσσάνην καὶ τὴν Βεττίναν Πέρσιβαλ, τὰς κατοικούσας εἰς ὡραίαν ἐξοχικὴν ἔπαυλιν, εἰς τριῶν λευγῶν ἀπόστασιν ἀπὸ τῆς Ἀνθισμένης Χέρσου καὶ αἱ καλαὶ ἐκεῖναι κυρίαι ἀνέλαβον νὰ κάμουν εἰς τὸν ἀββᾶν Κοραντὲν τὴν ἐξαφνικὴν ἐκείνην εὐχαρίστησιν;
Κατὰ τὴν γνώμην μου καὶ αὐτὴ ἡ δευτέρα εἰκασία παρουσιάζει ὄχι ὀλιγωτέρας ἀμφιβολίας ἀπὸ τὴν πρώτην.
Ὁπωσδήποτε ὅμως οἱ κάτοικοι τῆς Ἀνθισμένης Χέρσου δὲν ἔμαθαν ποτὲ τί ἤθελε νὰ τοὺς ἐξομολογηθῇ ὁ ἀββᾶς Κοραντέν.
Μετάφρασις Χ.