— Κυρὰ Σχολαστική, ἐπανέλαβεν ὁ ἐφημέριος, δὲν θὰ ξαναφάγω κρέας, ἐπειδὴ μὲ βλάπτει.
— Ἅγιε ἐφημέριε, ἀπήντησεν ἡ γηραιὰ θεράπαινα, αὐτὰ ποῦ λέτε δὲν ἔχουν τὸν τόπον τους... κάτι θὰ σᾶς συμβαίνῃ, χωρὶς ἄλλο. Τὸ βλέπω ἀπὸ τὴν ἡμέραν ὁποῦ ἀνεχωρήσατε διὰ τὸ Πὸν-λ’- Ἀρσεβέκ. Τί σᾶς ἐσυνέβηκε λοιπόν;
Καὶ τόσον πολὺ τὸν ἐστενοχώρησε μὲ τὰς ἐρωτήσεις της, ὥστε εἰς τὸ τέλος ὁ ἱερεὺς τῆς τὰ διηγήθη ὅλα.
— Ὤ! δὲν μοῦ παραξενοφαίνεται, εἴπεν ἡ γραῖα. Ἀπὸ τὴν πολλή σας καλωσύνη τὰ τραβᾶτε αὐτά... Ἀλλὰ μὴ χολοσκᾶτε, ἅγιε ἐφημέριε. Ἐγὼ ἀναλαμβάνω νὰ δικαιολογήσω τὸ πρᾶγμα, ἕως νὰ ἠμπορέσετε νὰ μαζεύσετε ἄλλα ἑκατὸν τάλληρα.
Καὶ ἡ κυρὰ Σχολαστικὴ ἐπενόησε διαφόρους μύθους, τοὺς ὁποίους διηγεῖτο εἰς τὸν τυχόντα.. Εἰς τὴν ἀρχὴν εἶπεν ὅτι ὁ νέος κώδων ἐρραγίσθη, ἐνῷ τὸν ἐτύλιγαν διὰ τὴν ἀποστολήν, καὶ ἔπρεπε νὰ χυθῇ ἐξ ἀρχῆς. Ἔπειτα ὅτι, ἀφοῦ ἐξαναχύθη ὁ κώδων, ὁ ἅγιος ἐφημέριος ἐσκέφθη νὰ τὸν στείλῃ εἰς τὴν Ρώμην, διὰ νὰ τὸν εὐλογήσῃ ὁ Μακαριώτατος Πάπας καὶ τὸ ταξίδι αὐτὸ ἦτο μακρυνόν.
Ὁ ἀββᾶς τὴν ἄφινε νὰ λέγῃ, ἀλλ’ ἔπασχεν ἀκόμη περισσότερον. Διότι ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἰδικά του ψεύδη συνῃσθάνετο ὅτι ἔφερε τὴν εὐθύνην καὶ διὰ τὰ ψεύδη τῆς Σχολαστικῆς, τοῦτο δὲ μαζὶ μὲ τὴν ὑπεξαίρεσιν τῶν χρημάτων τῶν ἐνοριτῶν του ἀπετέλει ἕνα ὀγκώδη σωρὸν ἁμαρτημάτων. Ἔκυπτεν ὑπὸ τὸ βάρος αὐτῶν καὶ ὀλίγον κατ’ ὀλίγον ὠχρότης πελιδνὴ διεδέχθη ἐπὶ τῶν ἰσχνῶν παρειῶν του τὴν ροδίνην χροιὰν τοῦ ἀθῴου καὶ εὐρώστου γήρατός του.
Ἡ ὡρισμένη ἡμέρα διὰ τὸν πανηγυρισμὸν τῆς συμπληρώσεως πεντηκονταετίας τῆς ἱερωσύνης τοῦ ἐφημερίου καὶ διὰ τὴν ἐγκατάστασιν τοῦ κώδωνος εἶχε παρέλθῃ πρὸ πολλοῦ. Οἱ κάτοικοι τῆς Ἀνθισμένης Χέρσου ἠπόρουν διὰ τὴν τόσην βραδύτητα. Φῆμαι δυσάρεστοι ἐκυκλοφόρουν. Ὁ Φαριγκοὺλ ὁ