Σελίδα:Μελέτη 2 (1912).djvu/43

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
105
Ο ΚΩΔΩΝ

Ὕψιστος νὰ κρατῇ πολλὰ τῶν πλασμάτων του, καὶ ἱκετεύων αὐτὸν νὰ φωτίσῃ τὴν μικρὰν ἀθιγγανίδα, ἥτις προφανῶς ἦτο ἄθρησκος, κατὰ πᾶσαν δὲ πιθανότητα δὲν εἶχε κἂν βαπτισθῇ.

Ἀλλ’ αἴφνης ἐσυλλογίσθη ὅτι ἦτο περιττὸν νὰ μεταβῇ εἰς Πὸν - λ’ Ἀρσεβέκ, ἀφοῦ δὲν εἶχε πλέον τὰ χρήματα τοῦ κώδωνος.

Ὅθεν ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω.

Δὲν κατώρθωνε τώρα νὰ ἐννοήσῃ πῶς εἶχε δώσῃ εἰς μίαν ἄγνωστον ἐπαίτιδα, εἰς μίαν σχοινοβάτιδα ποσὸν χρημάτων τόσον σημαντικόν, τὸ ὁποῖον πρὸς τούτοις δὲν τοῦ ἀνῆκεν.

Ἔσπευσε τὸ βῆμα ἐλπίζων νὰ ἐπανεύρῃ τὴν ἀθιγγανίδα· ἀλλὰ παρὰ τὴν ἄκραν τῆς ὁδοῦ δὲν εὑρίσκετο πλέον παρὰ τὸ πτῶμα τοῦ νεκροῦ ἵππου καὶ τὸ ἀπεζευγμένον ἁμάξιον.

Ἀνεμέτρησε τὴν πρᾶξίν του. Χωρὶς καμμίαν ἀμφιβολίαν εἶχε σοβαρῶς ἁμαρτήσῃ. Εἶχε καταχρασθῇ τὴν ἐμπιστοσύνην τῶν ἐνοριτῶν του, εἶχε σπαταλήσῃ τὴν δοθεῖσαν εἰς αὐτὸν παρακαταθήκην, εἶχε κλέψῃ σχεδόν.

Καὶ διέβλεπε μετὰ τρόμου τὰς συνεπείας τοῦ σφάλματός του.

Πῶς νὰ τὸ κρύψῃ; Πῶς νὰ τὸ ἐπανορθώσῃ; Ποῦ νὰ εὕρῃ ἄλλα ἑκατὸν τάλληρα; Ἐν τῷ μεταξὺ δὲ τί ν’ ἀπαντήσῃ εἰς ἐκείνους ὁποῦ θὰ τὸν ἐρωτοῦσαν; Πῶς θὰ ἠδύνατο νὰ δικαιολογήσῃ τὴν διαγωγήν του;

Ὁ οὐρανὸς ἐσυννεφοῦτο. Τὰ δένδρα ἀπέκτων χρῶμα πράσινον τραχὺ καὶ ἀποκρουστικὸν εἰς τὸν πελιδνὸν ὁρίζοντα. Χονδραὶ ρανίδες βροχῆς ἤρχισαν νὰ πίπτουν. Ὁ ἀββᾶς Κοραντὲν συνῃσθάνθη τὴν κατήφειαν τῆς φύσεως.

Ἠδυνήθη νὰ ἐπανέλθῃ εἰς τὸ πρεσβυτέριόν του ἀπαρατήρητος.

* *

— Ἐγυρίσατε, ἅγιε ἐφημέριε; ἠρώτησεν ἡ ὑπηρέτριά του, ἡ γραῖα Σχολαστική· ὥστε δὲν ἐπήγατε εἰς Πόν-λ’ Ἀρσεβέκ;

Ὁ ἀββᾶς ἠναγκάσθη νὰ ψευσθῇ.

— Δὲν ἐπρόφθασα τὸ λεωφορεῖον τοῦ Ροζὺ-λὲ-Ρόζ... Θὰ ὑπάγω μίαν ἄλλην ἡμέραν... Ἄκουσέ με ὅμως, μὴν εἰπῇς εἰς κανένα πῶς ἐγύρισα ἀπὸ τώρα...

Τὴν ἐπαύριον δὲν ἐλειτούργησεν. Ἔμεινε κλεισμένος εἰς τὸ