Σελίδα:Μελέτη 2 (1912).djvu/42

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
104
Η ΜΕΛΕΤΗ

πολὺ ἐλεεινοί. Καὶ τώρα νὰ ποῦ μᾶς ἐψόφησε καὶ τὸ ἄλογόν μας! Τὶ θὰ γίνωμε οἱ δυστυχισμένοι;

— Ἀλλά, ἠρώτησεν ὁ ἀββᾶς δὲν ἠμπορεῖτε τάχα νὰ ζητήσετε νὰ εὕρετε καμμίαν ἐργασίαν ἐδῶ τριγύρω;

— Οἱ ἄνθρωποι μᾶς φοβοῦνται καὶ μᾶς πετροβολοῦν. Ἔπειτα δὲν ἐμάθαμεν ποτὲ καμμίαν ἐργασίαν· ἄλλο δὲν ξεύρομεν νὰ κάνωμεν παρὰ παιγνίδια σχοινοβατικά... Ἄν εἴχαμεν ἓν ἄλογον καὶ μερικὰ χρήματα διὰ νὰ ἐνδυθῶμεν, ἴσως θὰ ἠμπορούσαμεν ἀκόμη νὰ ζήσωμεν μὲ τὴ δουλειά μας... Ἀλλὰ τώρα δὲν μᾶς μένει ἄλλο παρὰ ν’ ἀποθάνωμεν τῆς πείνας.

Ὁ ἀββᾶς ἔθεσε πάλιν τὸ ἀργυροῦν νόμισμα εἰς τὸ βαλλάντιόν του.

— Ἀγαπᾷς τὸν Θεόν; ἠρώτησε.

— Θὰ τὸν ἀγαπῶ, ἂν μᾶς βοηθήσῃ, ἀπήντησε τὸ κοράσιον.

Ὁ ἀββᾶς ᾐσθάνετο περὶ τὴν ὀσφύν του τὸ βάρος τοῦ σάκκου τοῦ περιέχοντος τὰ ἑκατὸν τάλληρα τῶν ἐνοριτῶν του.

Ἡ ἐπαῖτις εἶχε διαρκῶς ἐστραμμένους πρὸς τὸν ἀγαθὸν ἱερέα τοὺς ὀφθαλμούς της, τοὺς ἀθιγγανικοὺς ὀφθαλμούς της, τῶν ὁποίων αἱ κόραι ἐσκίαζαν ὅλην τὴν ἐπιφάνειαν.

Ὁ ἀββᾶς ἠρώτησεν ἐκ νέου:

— Εἶσαι φρόνιμη;

— Φρόνιμη; εἶπεν ἡ ἀθιγγανὶς μετ’ ἐκπλήξεως, διότι δὲν ἐννόει τὴν ἐρώτησιν.

— Γιὰ πές: «Θεέ μου, σὲ ἀγαπῶ!»

Τὸ κοράσιον ἐσίγησε καὶ οἱ ὀφθαλμοί του ἐπλήσθησαν δακρύων.

Ὁ ἀββᾶς ἐξεκούμβωσε τὸ ράσον του καὶ ἔλαβεν εἰς τὰς χεῖράς του τὸν ὀγκώδη σάκκον μὲ τὰ χρήματα.

Ἡ ἀθιγγανὶς ἥρπασε τὸν σάκκον μὲ κίνημα πιθήκου καὶ εἶπεν:

— Ἅγιε ἐφημέριε, σ’ ἀγαπῶ!

Καὶ ἔφυγε πρὸς τοὺς δύο γέροντας, οἵτινες ἀκίνητοι ἐξηκολούθουν νὰ θρηνοῦν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ ἵππου.

* *

Ὁ ἀββᾶς ἐξηκολούθησε τὴν πορείαν του πρὸς τὸ Ροζὺ-λὲ-Ρόζ, ἀναλογιζόμενος τὴν μεγάλην ἀθλιότητα, εἰς ἣν εὐδοκεῖ ὁ