Σελίδα:Μελέτη 2 (1912).djvu/40

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ο ΚΩΔΩΝ
ΔΙΗΓΗΜΑ ΙΟΥΛΙΟΥ ΛΕΜΑΙΤΡ

Ὁ μικρὸς ναὸς τῆς Ἀνθισμένης Χέρσου εἶχεν ἕνα παλαιὸν κώδωνα καὶ ἕνα γέροντα ἐφημέριον.

Ὁ κώδων ἦτο τόσον ραγισμένος, ὥστε ὁ ἦχός του ὡμοίαζε μὲ τὸν βῆχα γραίας, δυσάρεστος εἰς τὴν ἀκοὴν καὶ προξενῶν λύπην εἰς τοὺς γεωργοὺς καὶ εἰς τοὺς ποιμένας τοὺς διεσπαρμένους εἰς τοὺς ἀγρούς.

Ὁ ἐφημέριος ἀββᾶς Κοραντὲν ἦτο ἀκμαῖος ἀκόμη, ἄν καὶ ἡλικίας ἑβδομήκοντα πέντε ἐτῶν. Εἶχε πρόσωπον παιδικόν, ρυτιδωμένον, ἀλλὰ θαλερόν, πλαισιούμενον ὑπὸ τριχῶν λευκῶν ὅπως τὸ ἔριον, τὸ ὁποῖον ἔνηθον αἱ ἀγαθαὶ γυναῖκες τῆς Ἀνθισμένης Χέρσου. Τὸν ἐλάτρευον δὲ οἱ ἐνορῖταί του ἐξ αἰτίας τῆς καλωσύνης του καὶ τῆς μεγάλης του εὐσπλαγχνίας.

Ἐπειδὴ ὅσον οὕπω ἐπρόκειτο νὰ συμπληρωθῇ ἡ πεντηκονταετηρὶς τῆς ἱερωσύνης του, οἱ ἐνορῖταί του ἀπεφάσισαν νὰ τοῦ προσφέρουν ἀξιόλογόν τι δῶρον πρὸς πανηγυρισμὸν τοῦ ἰωβιλαίου του.

Οἱ τρεῖς ἐπίτροποι ἐνήργησαν κρυφίως ἔρανον μεταξὺ τῶν κατοίκων καὶ ἀφοῦ ἐσύναξαν ἑκατὸν τάλληρα, τὰ ἔφεραν εἰς τὸν ἐφημέριον καὶ τὸν παρεκάλεσαν νὰ μεταβῇ εἰς τὴν πόλιν καὶ νὰ ἐκλέξῃ ὁ ἴδιος ἕνα νέον κώδωνα διὰ τὴν ἐκκλησίαν.

— Παιδιά μου, εἶπεν ὁ ἀββᾶς Κοραντέν, ἀγαπητά μου τέκνα... χωρὶς ἄλλο ὁ Θεός... θέλω νὰ εἰπῶ... δηλαδὴ τρόπον τινά...

Καὶ δὲν ἠδυνήθη νὰ εἰπῇ περισσότερα ἕνεκα τῆς σφοδρᾶς του συγκινήσεως. Ἠδυνήθη μόνον νὰ ψελλίσῃ:

«Νῦν ἀπολύοις τὸν δοῦλόν σου, Δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ».

* *