ψάλλει οἱονεὶ πρὸς ἐμπαιγμὸν τὸν ἐπῳδόν: «Αἰωνία σου ἡ μνήμη!» Ποία μνήμη εἶναι αἰωνία; Ὄχι βέβαια τῶν ἀπιόντων εἰς τὸ σκοτεινὸν βασίλειον τῶν σκιῶν, ὅπου ἡ μνήμη τῶν ἐγκοσμίων δὲν μᾶς χρειάζεται πλέον, πρὸς εὐτυχίαν κάθε κληρονόμου καὶ κάθε ἀπαρηγορήτου χήρας. Οὔτε αἰωνία εἶναι φυσικὰ ἡ μνήμη τῶν ἐπιζώντων, ἡ ὁποία μόλις λήξῃ ἡ ταινία τῆς ζωῆς τοῦ δυστυχοῦς ἐκλιπόντος, ἀρχίζει ὡς κινηματογράφος ν’ ἀντικατοπτρίζῃ τὴν εἰκόνα τῆς σπαργώσης, τῆς αἰσθητῆς, τῆς διαρκῶς ἐξελισσομένης περὶ αὑτὴν ζωῆς καὶ ἐνθυμεῖται τοὺς νεκροὺς μόνον κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν τῆς διαθήκης ἢ κατὰ τὰ πνευματιστικὰ πειράματα πέριξ τῶν κινουμένων τραπεζῶν. Ἀλλὰ μήπως ἡ Ἐκκλησία δὲν μετέρχεται ἀκουσίως σκληρὰν εἰρωνείαν, ὅταν κηδεύουσα ταλαίπωρόν τινα ἀλήτην, ἀνέστιον καὶ πειναλέον διαρκῶς κατὰ τὴν ζωὴν, λέγει καὶ πρὸς αὐτὸν ἐξίσου ὡς καὶ πρὸς τὸν μεταστάντα τυχὸν Κροῖσον: «Ποῦ ἐστιν ὁ χρυσὸς καὶ ὁ ἄργυρος;», ἐνῷ κατὰ τὰς παρελθούσας μάλιστα ἡμέρας τῆς καταναγκαστικῆς κυκλοφορίας εὐκολώτερον θὰ ἦτο εἰς τὸν δυστυχῆ ἐκεῖνον νὰ ἴδῃ τὴν ἀντίστροφον ὄψιν τὴς σελήνης παρὰ τὴν ὄψιν τοῦ εἰκοσαφράγκου!
Ἐν τούτοις μεθ’ ὅλα ὅσα εἶπα καὶ ὅσα εἴχετε τὴν ὑπομονὴν ν’ ἀκούσετε, παραμένει πάντοτε ἡ ἀμφιβολία, ἂν ἡ μνήμη εἶναι τι συμφέρον καὶ εὐχάριστον εἰς τὸν ἄνθρωπον ἢ εἶναι προτιμοτέρα ἡ λήθη. Ὑπάρχουν εἰς τὸν κόσμον μερικὰ ζητήματα, τὰ ὁποῖα ἐγεννήθησαν διὰ νὰ μένουν διαρκῶς ἄλυτα. Τὸ ζήτημα περὶ τὴς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς, λόγου χάριν, τὸ ζήτημα τὸ γλωσσικὸν ἐν Ἑλλάδι, τὸ ζήτημα τοῦ χειμερινοῦ θεάτρου ἐν Ἀθήναις καὶ τόσα ἄλλα εἶναι προωρισμένα ν’ ἀπασχολοῦν αἰωνίως τὴν ἀνθρωπότητα καὶ νὰ μὴ εὑρίσκουν ποτὲ λύσιν. Διὰ τὸν γάμον κάποιος ἀρχαῖος σοφὸς ἀπεφάνθη μὲ μίαν ὑπεκφυγὴν καὶ μὲ μίαν ἀμφιλογίαν, εἰπών: «καλὸν τὸ γῆμαι καὶ τὸ μὴ γῆμαι καλόν». Τὸ αὐτὸ περίπου δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν καὶ διὰ τὴν μνήμην: Καλὸν εἶναι ἐνίοτε νὰ ἐνθυμῆται ὁ ἄνθρωπος· ἀλλ’ ἐπίσης εἰς πολλὰς περιστάσεις εἶναι καλὸν—καὶ ἴσως καλλίτερον—νὰ λησμονῇ· διότι, ὅπως εἶπε κἄποιος ἰδικός μας ποιητὴς ἐκ τῶν παλαιοτέρων, καὶ ὅπως θὰ ἐπανελάμβανε προθύμως ὁ Monsieur de la Palice:
Χ. ΑΝΝΙΝΟΣ