— Θὰ ἦτο πολὺ βαρὺ ὅ, τι πέρασες.
—Τὸ βαρύτερο ποῦ ἠμπορεῖ νὰ γίνῃ. Ὅταν κανεὶς ἀπελπισμένος τὰ δώσῃ ὅλα γιὰ νὰ σωθῇ ἀπὸ τὸν χαμόν, ὅταν ὅλα τὰ θυσιάσῃ κανείς, καὶ ἂν ἐπὶ τέλους, ὕστερ' ἀπὸ μακρύν, πολὺ μακρὺν ἀγῶνα νικήσῃ, παίρνει τὴ νίκη μαζί του ἐκεῖ. Καὶ ἔδειξε τὸν οὐρανόν.
—Μὴ τέτοια λόγια, γιὰ τὄνομα τοῦ Θεοῦ! ἐσὺ τόσο νέα...
— Πρίν, τὸ ἤθελα πολὺ νὰ πεθάνω, μὰ τώρα δὲν τὸ θέλω. Τώρα ἠμπορεῖ νὰ γίνῃ ὡραία ἡ ζωή.
—Ἀγάπησες κανένα ποῦ δὲν ἔπρεπεν;
Ἡ κόρη ἔνευσε μὲ τὴν κεφαλήν.
— Καὶ ἐσὺ πάτησες πόδι καὶ ἀγωνίσθηκες καὶ κατώρθωσες ὅ, τι ἤθελες;
— Ναί, μὰ ἔδωσα γι' αὐτὸ ἀκριβὴ πληρωμὴ — τὴν ἀκριβότερη ποῦ γίνεται.
— Πήγαινε σ'τὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα τὸ θαυματουργὸ καὶ κρέμασέ του ἕνα χρυσὸ στεφάνι νὰ σοῦ χαρίσῃ πάλι τὴν ὑγειά σου.
— Δὲν ἠμπορῶ νὰ τὸ κάμω αὐτό.
— Πολλοὶ ἐγίνηκαν καλά, μὲ τὴ χάρι του. Πήγαινε καὶ σύ, γονάτισε, παρακάλεσ' τον.
—Ὄχι, δὲν ὠφελεῖ τίποτε πλειά.
— Πῶς τὸ ξέρεις;
— Τὸ ξεύρω. Δὲν πρέπει νὰ γίνῃ αὐτό, γιατὶ τότε θὰ ἤμουν πάρα πολὺ εὐτυχισμένη, καὶ τόσον εὐτυχισμένος δὲν πρέπει νὰ εἶναι κανεὶς στὸν κόσμον.
— Μὴν τὸν λὲς τὸ λόγο αὐτὸ κ' εἶναι ἁμαρτία.
—Ὄχι, δὲν πρέπει κανεὶς νὰ εἶναι σὲ ὅλοι εὐτυχισμένος· δὲν τὸ θέλει ὁ Θεὸς αὐτό, γιατὶ τότε τὸν λησμονοῦν.
—Καὶ ποῦ τὤμαθες αὐτό, κόρη μου;
—Ἄκουσα νὰ τὸ λένε ἄλλοι. Ἐγὼ ποτὲ δὲν ἤμουν πολὺ εὐτυχισμένη καὶ πάντοτε ἐπρόσμενα βοήθειαν ἀπὸ τὸν Θεόν.
— Καὶ πάντα θὰ σὲ βοηθῇ, εἶπεν ἡ χωρικὴ καὶ τὸ ἐπανέλαβεν.
Ἔπειτα ἀπεμακρύνθη.
Ἡ κόρη ἔμεινε μόνη.
Ἡ αὔρα τῆς θαλάσσης ἤγγιζεν ἐλαφρὰ τὴν μορφὴν καὶ εἰσέδυεν εἰς τὴν κόμην της ὡς ἁπαλὸν θώπευμα.