Σελίδα:Μελέτη 1 (1912).djvu/59

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

Πυκνοδασωμένος, σμαραγδοπράσινος κατήφορος, ἀπότομος πρὸς τὴν θάλασσαν. Πεῦκα μεγάλα· λαμπαδόκορμα, πολυστένακτα κυπαρίσσια· ἐναέρια πτερυγίσματα κοράκων ἐπάνω ἀπὸ τὸ κοσμοχωρισμένον ἀνάκτορον μὲ τοὺς χιονολεύκους ὑψηλοὺς στύλους καὶ τὰ μαρμάρινα ἀγάλματα ὁλόγυρά του.

Ἐκεῖ, εἰς μίαν λόχμην, ἀνάμεσα ἀπὸ ἐλαιόδενδρα καὶ ἀκμαῖα κυπαρίσσια, προβάλλει θόλος λαμπρός: ὁ βωμὸς ποιητοῦ, ὑμνητοῦ τῆς ὡραίας φύσεως, φίλου πιστοῦ τῆς θαλάσσης, ἀνυψώσαντος καὶ ταπεινώσαντος τὴν ἀνθρωπίνην ψυχὴν μὲ τὴν ἀσθενικὴν περιπάθειαν καὶ τὴν θλιβερὰν εἰρωνείαν του. Εἶναι τῆς Αὐτοκρατείρας ὁ ἀγαπητὸς ποιητὴς. Τὴν ζωὴν καὶ τὴν μοῖράν της εἰς αὐτὸν εὗρε κατοπτριζομένην.

Παρέκει, ἐπὶ στίλβοντος μαρμαρίνου βάθρου, ὅπου, μὲ τὸ φύσημα τοῦ ἀνέμου, ψιθυρίζει ὅμιλος φοινίκων, ἄγαλμα λευκὸν μαρμάρινον: ὁ Ἀχιλλεὺς ἀποθνήσκων.

Ἀποσύρων τὸ βέλος ἀπὸ τὴν πτέρναν κατάκειται· ὁ νομίσας ἑαυτὸν ἀθάνατον ἡμίθεος μὲ ἀπαράμιλλον ἔκφρασιν τοῦ πόνου εἰς τὴν μορφὴν.

Γνωρίζει ποῖον τέλος τὸν προσμένει καὶ ἐννοεῖ ὅτι δὲν δύναται νὰ τὸ ἀποφύγῃ.

Παράστασις χαρακτηριστικὴ ἐντὸς τοῦ περιβάλλοντος ἐκείνου.

Εἰς τὸ τέρμα πάσης ἀνθρωπίνης ἐπικοινωνίας, μεταξὺ τῶν πεύκων, τῶν κυπαρίσσων καὶ τῶν ἐλαιῶν, πλησίον τῶν θαλερῶν καὶ λάλων φοινίκων, ὑπὸ τὰς θωπείας τῆς θαλασσίας αὔρας, μία ἀνθρωπίνη ψυχὴ ἦλθε νὰ ζητήσῃ τὴν εἰρήνην, τὴν ὁποίαν δὲν εἶχεν εὕρῃ οὔτε εἰς τὰ πολυτελῆ ἀνάκτορα, οὔτε εἰς τὰς ὑπερτάτας τιμάς.

Καὶ οἱ ἤρεμοι καὶ εὐγνώμονες φίλοι ἔκλινον τὰς κεφαλὰς πρὸ