Σελίδα:Μελέτη 1 (1912).djvu/56

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
54
Η ΜΕΛΕΤΗ

Ποτὲ πειὰ! Εἰπέτε μου λοιπόν. Μὴ μ’ ἀφήσετε σ’ αὐτὴ τὴν ἀγωνία. Μὴ μ’ ἀφήσετε μ’ αὐτὸ τὸ μυστήριο ’ποῦ μὲ βασανίζει τόσα χρόνια τώρα. Πρὸς Θεοῦ! Εἰπέτε μου, εἰπέτε μου!

ΙΟΥΛΙΑ (καλύπτουσα πάντοτε διὰ τῶν χειρῶν τὸ πρόσωπον). — Δὲν ἠξεύρω καλὰ - καλά, ἐκείνη τὴ στιγμή, τί ἀκριβῶς θὰ ἔλεγα. Μὰ πάντα, ὅ, τι ἔπρεπε νὰ ’πῇ μιὰ κόρη, στὴν πειὸ εὐτυχισμένη στιγμὴ τῆς ζωῆς της.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Πνιγόμενος). — Ὥστε, μ’ ἀγαπούσατε λοιπόν! Μ’ ἀγαπούσατε ἀληθινά!;

ΙΟΥΛΙΑ (Ἀναλυομένη εἰς λυγμούς). — Ὤ, ἂν σᾶς ἀγαποῦσα! Μ’ ἐρωτᾶτε ἂν σᾶς ἀγαποῦσα!...

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Λολίτα!...

ΙΟΥΛΙΑ (Ἐγειρομένη ἔντρομος). — Κύριε Φίλιππε!

(Ὁ Κώστας κρατῶν μίαν ἐπιστολὴν εἰσέρχεται καὶ ἵσταται ἐμβρόντητος. Πάραυτα ὅμως συνέρχεται καί, πρὶν ἀκόμη γίνῃ ἀντιληπτός, βγάζει καὶ παρατηρεῖ τὸ ὡρολόγι του εἰς τὸ φῶς τῆς λάμπας, στρέφων οὕτω κατά τι τὰ νῶτα πρὸς τὸ μέρος, ὅπου εὑρίσκονται ὁ Φίλιππος καὶ ἡ Ἰουλία).


ΣΚΗΝΗ E΄
ΟΙ ΑΥΤΟΙ, ὁ ΚΩΣΤΑΣ καὶ ἐν τέλει ἡ ΧΡΗΣΤΙΝΑ

ΚΩΣΤΑΣ (Ὡς ἐὰν οὐδὲν εἶδε. Τονίζων ὅμως ἑκάστην λέξιν με πολλὴν ἔμφασιν). — Ἆ, φίλε μου. Εἶναι πολὺ ἀργά. Ἑπτά παρὰ τέταρτον. Καὶ τὸ ἀτμόπλοιον φεύγει εἰς τὰ ὀκτώ.

ΙΟΥΛΙΑ (Καταστέλλουσα τὴν ταραχὴν της). — Πρέπει νὰ γυρίσουμε ἀμέσως εἰς τὸ ξενοδοχεῖον. Τὰ πράγματά μας εἶναι ὅλα ἔξω.

ΚΩΣΤΑΣ (Κρύπτων τὴν ἐπιστολήν). — Ἄχ, αὐτὸ τὸ γράμμα. Μοῦ ἔφαγε περισσότερην ὥρα ἀπὸ ὅ, τι ἔπρεπε. (Πλησιάζων τὸν Φίλιππον βραδέως): Κρῖμα ποῦ δὲν εἰμποροῦμε πλέον νὰ μείνουμε ἐδῶ οὔτε στιγμὴ, γιὰ νὰ σὲ ’δῶ κι’ ἐγὼ λιγάκι ὅπως τόσον ἐπεθύμουν, Φίλιππε. Ἄλλα... τί ἔχεις;... (Θέτων τὴν χεῖρα ἐπὶ του ὤμου τοῦ Φιλίππου). Καλέ μου φίλε. Ἢ ἀναχώρησίς μας σὲ λυπεῖ. Τὸ βλέπω. Μὰ... τί εἰμπορεῖ νὰ γίνῃ!