ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Καὶ δὲν ἐπῆγα ἐγὼ γιὰ νὰ μείνουμε μόνοι στὸ πράσινο ἐκεῖνο μέρος. Ὅπως κι’ ἐμείναμε. Κι’ ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποῦ μέναμε μόνοι τόσο μακρυὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ἡ πρώτη καὶ... ἡ τελευταία... Ἀρχίσατε ἀμέσως νὰ κόβετε παπαροῦνες, καὶ κάθε μιὰ ποῦ ’κόβατε, μοῦ ἐφωνάζατε: — «Ἄχ, τί ὡραία ποῦ εἶναι αὐτὴ! Κυττάξ’τε, Κύριε Φίλιππε!». Ἔπειτα σᾶς ἦρθε ἡ ἰδέα νὰ τὴς καρφόσετε στὰ μαλλιά σας. Ἐνθυμεῖσθε; Ἐγὼ σᾶς ἔβλεπα νὰ παιδεύεσθε, νὰ παιδεύεσθε ... Ἐπὶ τέλους σᾶς εἶπα: «— Θέλετε νὰ σᾶς βοηθήσω, δεσποινίς;» Μοῦ εἴπατε: — «Ἄν ἔχετε τὴν καλωσύνη». Ἐπλησίασα, ἐπῆρα τῆς παπαροῦνες... Ἄχ! Τί ᾐσθάνθην τότε!
ΙΟΥΛΙΑ. — Κύριε Φίλιππε!...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Μετὰ πολλῆς ζέσεως). — Τὸ ἄρωμα τῶν μαλλιῶν σας, ποῦ ἄγγιζαν γιὰ πρώτη φορὰ τὰ δάκτυλα μου, μὲ κρατοῦσε ζαλισμένο... Τὰ μάτια μου θαμπόνανε... Δὲν εἰμποροῦσα νὰ ξεχωρίσω τῆς παπαροῦνες ἀπ’ τὰ μαλλιά σας, τὰ χρυσᾶ ἐκεῖνα μαλλάκια... Θεέ μου! Καὶ σεῖς μοῦ λέγατε: —«Κάμετε γρήγορα, κύριε Φίλιππε, κάμετε γρήγορα μὴν ἔρθῃ κανεὶς γιὰ τὸ Θεό! Καὶ τί θὰ πῇ ἂν μᾶς ἰδῇ!». Κι’ ὅταν ἐτελείωσα ὅπως - ὅπως μ’ ἐκυττάξατε στὰ μάτια καὶ μοὔπατε: —«Σᾶς ἀρέσω ἔτσι;» Κ’ ἐγίνατε κόκκινη, κατακόκκινη, πειὸ κόκκινη ἀπὸ τὴς παπαροῦνες ποὔχατε στὸ κεφάλι.
ΙΟΥΛΙΑ (Κρύπτουσα μὲ τὰς χεῖρας τὸ πρόσωπον). — Κύριε Φίλιππε! Κύριε Φίλιππε!...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Ἀκατάσχετος). — Ἄχ, πῶς μοὖρθε ἐκείνη τὴ στιγμὴ νὰ πέσω καὶ νὰ σᾶς ἀγκαλιάσω τὰ γόνατα, ν’ ἀφήσω πειὰ τὴν καρδιά μου νὰ χυθῇ καὶ νὰ φωνάξω: «—Λολίτα! Λολίτα! Σ’ ἀγαπῶ! Θέλεις νὰ γίνῃς ’δική μου! Ν’ ἀνήκῃς πειὰ σὲ ’μένα! Μόνο σὲ μένα ποῦ σ’ ἀγαπῶ τόσον πολύ, Λολίτα!», Ἀλλά... (μ’ ἕναν λυγμὸ) δὲν τὦπα! — (Πίπτει εἰς ἕνα fauteuil. Μακρὰ σιγή, ἔπειτα ἠρεμώτερον): Πᾶνε τώρα πολλὰ χρόνια, κι’ ὅμως μιὰ σκέψι δὲν ἄφησε τὸ νοῦ μου. Τί ἆρά γε σεῖς θὰ εἴχατε νὰ ἀπαντήσετε στὰ λόγια μου ἐκεῖνα;...
ΙΟΥΛΙΑ. — Κύριε Φίλιππε!...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Ἐγειρόμενος). — Ὤ, εἰπέτε μου, εἰπέτε μου! Σὲ λίγαις στιγμαὶς θὰ φύγετε καὶ ποτὲ πειὰ δὲ θὰ σᾶς ξαναδῶ.