ΚΩΣΤΑΣ (Φαιδρά, τείνων τὸ χέρι). —Καλὴ ’σπέρα, φίλε μου.
ΙΟΥΛΙΑ (Ὁμοίως). — Καλὴ ’σπέρα σας, κύριε Φίλιππε. Σᾶς κάνουμε surprise.
ΚΩΣΤΑΣ. — Βέβαια δὲν μᾶς ἐπερίμενες.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Ὀλίγον σαστισμένος). — Ὁμολογῶ ὅτι ὄχι. Μ’ αὐτὸν τὸν καιρό!... Εἶμαι πολὺ εὐτυχής... Χρηστίνα! Τὸ καπέλλο τοῦ Κυρίου. Καθίστε λοιπόν.
ΚΩΣΤΑΣ. — Ἄ! Ὄχι, ὄχι! Ἤρθαμε γιὰ μιὰ στιγμή.
ΙΟΥΛΙΑ. — Ἤρθαμε νὰ σᾶς ἀποχαιρετήσωμε.
ΚΩΣΤΑΣ καὶ ΙΟΥΛΙΑ. — Φεύγουμε.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Φεύγετε!;
ΚΩΣΤΑΣ καὶ ΙΟΥΛΙΑ. — Μὲ τὸ ἀτμόπλοιον ποῦ ἀναχωρεῖ ἀπόψε.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Ἀπόψε!; Ἀλλά... εἶναι δυνατόν; Μὲ τέτοιον καιρό;...
ΚΩΣΤΑΣ. — Αἴ, τί νὰ κάνῃς, φίλε μου. Ἡ ὑπόθεσίς μας ἐτελείωσε εὐτυχῶς. Καὶ ὅταν κανεὶς πλέον δὲν ἔχει δουλειὰ εἰς ἕνα μέρος...
ΙΟΥΛΙΑ. — Κι’ ἔχει δυὸ ἀγγελούδια, σἂν τὸν Τέλη μας καὶ τὴν Νινίκα, νὰ τὸν περιμένουν... Νὰ ξέρατε πῶς ἤθελα νὰ τὰ φιλήσω. Φαντασθῆτε! Λείπουμε τώρα δέκα πέντε ’μέραις.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Λυποῦμαι ποῦ δὲν τὸ ἤξευρα ἐνωρίτερα. Φεύγετε τόσον ξαφνικά! Δὲν ἠμπόρεσα νὰ σᾶς περιποιηθῶ, ὅπως ἔπρεπε...
ΙΟΥΛΙΑ. — Καλὲ τί λέτε! Ἦτο δυνατὸν νὰ κάμετε ἀκόμη περισσότερα;
ΚΩΣΤΑΣ. — Ἄ, φίλε μου. Φεύγουμε μὲ τὰς ἀρίστας ἐντυπώσεις.
ΙΟΥΛΙΑ. — Δὲν θὰ λησμονήσουμε ποτὲ αὐταὶς ταῖς ὀλίγαις ἡμέραις ποῦ ἐπεράσαμε μαζί.
ΚΩΣΤΑΣ. — Κρῖμα μόνο ποῦ δὲν ἦταν ὁ καιρὸς λιγάκι εὐνοϊκώτερος.
ΙΟΥΛΙΑ. — Ἄχ, ἀλήθεια. Θὰ ἠμπορούσαμε νὰ κάνουμε τότε καμμιὰ ἐκδρομὴ στὰ περίχωρα, ποῦ λέγετε τόσον εὔμορφα. Ὅπως ἄλλοτε, παλαιά. Ἐνθυμεῖσθε;
ΚΩΣΤΑΣ. —Αἴ! Τί νὰ γίνῃ! (Τείνων τὴν χεῖρα). Λοιπόν,