Ἐν ἀπεριγράπτῳ ἐνθουσιασμῷ οἱ ἄνδρες εἰργάζοντο νυχθημερόν. Τὰς ὀλίγας ὥρας τῆς νυκτός, ὅτε οἱ ἄνδρες ἐκοιμῶντο, ἡ ἀρχηγίνα βοηθουμένη ὑπὸ τοῦ ἀΰπνου μικροῦ Ἰνδιάνου παρεσκεύαζε βουνὰ ἀπὸ τηγανίτας (pan cakes) καὶ «χόμιν» (ἰνδιάνικον νομίζω γλύκισμα, εἶδος τραχανᾶ ἐξ ἀραβοσίτου μὲ φασόλια), ὥστε τὸ πρωῒ οἱ ἄνδρες εὕρισκαν ἕτοιμον λουκούλειον πρόγευμα.
Οὕτω πως, ὅταν μετὰ δύο ἡμέρας ὁ Πῆτερ ἀναρρώσας ἐπανῆλθεν εἰς τὸ στρατόπεδον, ἐπρόφθασεν ἴσα ἴσα εἰς τὴν ἐπίσημον στιγμήν, καθ’ ἣν ὁ δυναμιτιστὴς ἀνετίνασσε τὸν τελευταῖον πάγον τοῦ ποταμίσκου, ἐκεῖ ὅπου εἰσβάλλει εἰς τὸν μέγαν ποταμόν. Ὁ μέγας ποταμὸς ἦτο ἤδη ἀνοικτὸς καὶ οὕτως ἦτο δυνατὸν νὰ λάβουν κατοχὴν αὐτοῦ οἱ πλωτῆρες καὶ ταχέως χιλιάδες κουτσούρων ἔπλεαν ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ, ἐλευθέρως.
— Ζήτω! ἐνικήσαμεν!
— Ζήτω οἱ ἀληθινοὶ ὑλοτόμοι!
— Κάτω οἱ ψεῦται ποῦ βγάζουν ψέμματα μὲ τὸ καντάρι καὶ οἱ ἐφημεριδογράφοι ποῦ θὰ κάμουν χαρτὶ ἀπὸ τὴν ξυλείαν των, διὰ νὰ τυπώνουν τοῦ κόσμου τὰ ψέμματα!
— Ζήτω καὶ τῆς ἀρχηγίνας μας!
Αὐτὴν τὴν στιγμὴν παρουσιάσθη ὁ Πῆτερ μὲ δεμένην τὴν κεφαλήν του. Δὲν εἶχεν ἀκόμη ὁμιλήσῃ πρὸς τὴν γυναῖκά του ὁ Πῆτερ μετὰ τὸ ἐπεισόδιον καὶ ἐδίσταζε κἄπως, συναισθανόμενος τὸ ἔνοχον καὶ ἀπρεπὲς τῆς διαγωγῆς του πρὸς τὴν λαμπρὰν σύζυγόν του.
Ἐκείνη ὅμως ἤνοιξε τὰς ἀγκάλας της καὶ τὸν ἐφίλησε δημοσίᾳ φωνάζουσα:
— Ζήτω τοῦ Πῆτερ τοῦ ἀρχηγοῦ σας!
— Ζήτω τοῦ «μπόςς», ζήτω!
— Ζήτω τῆς λευκῆς περιστερᾶς τοῦ δάσους, εἶπεν ὁ Ἰνδιανόπαις παρὰ τὴν συνήθη συστολήν του.
Ἡ κυρία «Χυλομαζοῦ», κάτω εἰς τὸ χωρίον ἤκουσε τὰς ζητωκραυγὰς καὶ τὰς ἐνόησε βεβαίως, διότι, ὅταν τὸ ἀπόγευμα ἐπέρασα πρὸ τῆς οἰκίας καὶ ἔρριπτα βλέμμα ἐξεταστικόν, εἶδα ὅτι εἶχε καταβιβάσῃ ὅλα τὰ παραπετάσματα.
—Ζήτω ἡ ἀλήθεια, κάτω ἡ κακογλωσσιά! Ἐφώναξαν μερι-